ἐγκόμβωμα: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_21)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγκόμβωμα''': τό, [[εἶδος]] ἐπενδύτου ὃν ἐφόρουν οἱ δοῦλοι, [[ὅπως]] τηρῆται καθαρὰ ἡ [[ἐξωμίς]], Λόγγ. 2. 33, Εὐστ. Πονημάτ. 263, 57.
|lstext='''ἐγκόμβωμα''': τό, [[εἶδος]] ἐπενδύτου ὃν ἐφόρουν οἱ δοῦλοι, [[ὅπως]] τηρῆται καθαρὰ ἡ [[ἐξωμίς]], Λόγγ. 2. 33, Εὐστ. Πονημάτ. 263, 57.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />vêtement grossier boutonné, à l’usage des esclaves, des bergers, <i>etc.</i><br />'''Étymologie:''' [[ἐγκομβόομαι]].
}}
}}