δανός: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_10)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δᾱνός''': -ή, -όν, ([[δαίω]]) = κεκαυμένος, [[ξηρός]], ἀπεξηραμμένος, «τσουρουφλισμένος», ξύλα δανὰ Ὀδ. Ο. 322· ὑπερθ. ξύλα δανότατα Ἀριστοφ. Εἰρ. 1134. Πρβλ. [[Δανάη]].
|lstext='''δᾱνός''': -ή, -όν, ([[δαίω]]) = κεκαυμένος, [[ξηρός]], ἀπεξηραμμένος, «τσουρουφλισμένος», ξύλα δανὰ Ὀδ. Ο. 322· ὑπερθ. ξύλα δανότατα Ἀριστοφ. Εἰρ. 1134. Πρβλ. [[Δανάη]].
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />bon à brûler ; sec (bois).<br />'''Étymologie:''' p. *δαϜνός, cf. [[δαίω]].
}}
}}