ὑψηλοφρονέω: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_6)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑψηλοφρονέω''': εἶμαι [[ὑψηλόφρων]], Α΄ Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ια΄, 20, Ἐπιστ. πρ. Τιμ. Α΄, ς΄, 17.
|lstext='''ὑψηλοφρονέω''': εἶμαι [[ὑψηλόφρων]], Α΄ Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ια΄, 20, Ἐπιστ. πρ. Τιμ. Α΄, ς΄, 17.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />être hautain, orgueilleux.<br />'''Étymologie:''' [[ὑψηλόφρων]].
}}
}}