διοδοιπορέω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_1)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διοδοιπορέω''': [[διοδεύω]], τὰς δύο μοίρας [τῆς ὁδοῦ] Ἡρόδ. 8. 129.
|lstext='''διοδοιπορέω''': [[διοδεύω]], τὰς δύο μοίρας [τῆς ὁδοῦ] Ἡρόδ. 8. 129.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>pqp. épq. 3ᵉ pl.</i> διωδοιπορήκεσαν;<br />faire route à travers.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ὁδοιπορέω]].
}}
}}