μητραλοίας: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_19)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μητρᾰλοίας''': -ου, ὁ, ([[ἀλοιάω]]) ὁ τύπτων τὴν μητέρα [[αὐτοῦ]], [[μητροκτόνος]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 153, 210, Λυσ. 116. 44, Πλάτ. Φαίδων 114Α, κτλ.· ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. κτλ. [[ἐνίοτε]] φέρεται μητραλῴας· πρβλ. [[πατραλοίας]].
|lstext='''μητρᾰλοίας''': -ου, ὁ, ([[ἀλοιάω]]) ὁ τύπτων τὴν μητέρα [[αὐτοῦ]], [[μητροκτόνος]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 153, 210, Λυσ. 116. 44, Πλάτ. Φαίδων 114Α, κτλ.· ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. κτλ. [[ἐνίοτε]] φέρεται μητραλῴας· πρβλ. [[πατραλοίας]].
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />meurtrier de sa mère.<br />'''Étymologie:''' [[μήτηρ]], [[ἀλοιάω]].
}}
}}