3,273,035
edits
(6_22) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κᾰθᾰρίζω''': ὡς καὶ νῦν, οὐαὶ ὑμῖν … ὅτι καθαρίζετε τὸ [[ἔξωθεν]] τοῦ ποτηρίου καὶ τῆς παροψίδος Εὐαγγ. λ. Ματθ. κγ΄, 25· ποιῶ, καθιστῶ τι καθαρόν, ἃ ὁ θεὸς ἐκαθάρισε σὺ μὴ κοίνου Πράξ. Ἀποστ. ι΄, 15. ΙΙ. [[καθαρίζω]], ἐξαγνίζω, ἀπὸ ἁμαρτίας Ἑβδ. (Σειράχ. ΛΗ΄, 10)· ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ Κλήμ. Ἀλ. 539. - Παθ., [[γίνομαι]] [[καθαρός]], ἀπαλλάσσομαι ἀπὸ νόσου, θεραπεύομαι, [[θέλω]], καθαρίσθητι Εὐγγ. κ. Ματθ. η΄, 3· καὶ ἐπ’ αὐτῆς τῆς νόσου, καθαρίζομαι, ἐξαλείφομαι, [[αὐτόθι]]· - μέσ. μέλλ. καθαριοῦμαι ἐν Ἱππ. 267, κατὰ τὸν Littré (8. 508). | |lstext='''κᾰθᾰρίζω''': ὡς καὶ νῦν, οὐαὶ ὑμῖν … ὅτι καθαρίζετε τὸ [[ἔξωθεν]] τοῦ ποτηρίου καὶ τῆς παροψίδος Εὐαγγ. λ. Ματθ. κγ΄, 25· ποιῶ, καθιστῶ τι καθαρόν, ἃ ὁ θεὸς ἐκαθάρισε σὺ μὴ κοίνου Πράξ. Ἀποστ. ι΄, 15. ΙΙ. [[καθαρίζω]], ἐξαγνίζω, ἀπὸ ἁμαρτίας Ἑβδ. (Σειράχ. ΛΗ΄, 10)· ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ Κλήμ. Ἀλ. 539. - Παθ., [[γίνομαι]] [[καθαρός]], ἀπαλλάσσομαι ἀπὸ νόσου, θεραπεύομαι, [[θέλω]], καθαρίσθητι Εὐγγ. κ. Ματθ. η΄, 3· καὶ ἐπ’ αὐτῆς τῆς νόσου, καθαρίζομαι, ἐξαλείφομαι, [[αὐτόθι]]· - μέσ. μέλλ. καθαριοῦμαι ἐν Ἱππ. 267, κατὰ τὸν Littré (8. 508). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=nettoyer, purifier ; déclarer rituellement pur SEPT.<br />'''Étymologie:''' [[καθαρός]]. | |||
}} | }} |