3,252,132
edits
(6_19) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπηνήτης''': -ου, ὁ, ὁ ἄρτι γενειῶν (πρβλ. [[ὑπήνη]]), πρῶτον ὑπηνήτῃ, «ἀρχομένῳ γενειάζειν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ω. 348, Ὀδ. Κ. 279· χαριεστάτην ἥβην [[εἶναι]] τοῦ ὑπηνήτου Πλάτ. Πρωτ. 309Β· [[Ἑρμῆς]] ὑπ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[Ζεὺς]] [[γενειήτης]], Λουκ. π. Θυσ. 11, πρβλ. Müller Arch. d. Kunst. § 379. [[καθόλου]] [[πωγωνοφόρος]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[τράγος]]. Ἀνθ. Π. 6. 32. - Θηλυκόν τι ὑπηνῆτιν [[τρίχα]] εὕρηται ἐν Boiss. Ἀνέκδ. τ. 4, σ. 431. | |lstext='''ὑπηνήτης''': -ου, ὁ, ὁ ἄρτι γενειῶν (πρβλ. [[ὑπήνη]]), πρῶτον ὑπηνήτῃ, «ἀρχομένῳ γενειάζειν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ω. 348, Ὀδ. Κ. 279· χαριεστάτην ἥβην [[εἶναι]] τοῦ ὑπηνήτου Πλάτ. Πρωτ. 309Β· [[Ἑρμῆς]] ὑπ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[Ζεὺς]] [[γενειήτης]], Λουκ. π. Θυσ. 11, πρβλ. Müller Arch. d. Kunst. § 379. [[καθόλου]] [[πωγωνοφόρος]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[τράγος]]. Ἀνθ. Π. 6. 32. - Θηλυκόν τι ὑπηνῆτιν [[τρίχα]] εὕρηται ἐν Boiss. Ἀνέκδ. τ. 4, σ. 431. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />barbu.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπήνη]]. | |||
}} | }} |