σκαλαθύρω: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκᾰλᾰθύρω''': [ῡ], ([[σκάλλω]]) [[σκάπτω]], [[σκαλίζω]], «[[λάθρα]] [[πλησιάζω]]» καὶ «[[ἀκολασταίνω]]» Ἡσύχ.· - ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, = [[βινέω]], Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 611.
|lstext='''σκᾰλᾰθύρω''': [ῡ], ([[σκάλλω]]) [[σκάπτω]], [[σκαλίζω]], «[[λάθρα]] [[πλησιάζω]]» καὶ «[[ἀκολασταίνω]]» Ἡσύχ.· - ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, = [[βινέω]], Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 611.
}}
{{bailly
|btext=jouer.<br />'''Étymologie:''' [[σκάλλω]].
}}
}}