λήδανον: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_8)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λήδᾰνον''': ἢ [[λάδανον]], τό, τὸ [[κόμμι]] τοῦ θάμνου λήδου, [[εἶδος]] ἀρωματικῆς ῥητίνης, Ἡρόδ. 3. 112, πρβλ. 107, Γαλην., κλ. (Ἴδε ἐν λέξ. [[κιννάμωμον]]).
|lstext='''λήδᾰνον''': ἢ [[λάδανον]], τό, τὸ [[κόμμι]] τοῦ θάμνου λήδου, [[εἶδος]] ἀρωματικῆς ῥητίνης, Ἡρόδ. 3. 112, πρβλ. 107, Γαλην., κλ. (Ἴδε ἐν λέξ. [[κιννάμωμον]]).
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />ladanum, <i>gomme aromatique de l’Orient</i>.<br />'''Étymologie:''' cf. [[λάδανον]], DELG [[λῆδον]].
}}
}}