διαγνωστικός: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_11)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαγνωστικός''': -ή, -όν, ἱκανὸς νὰ διακρίνῃ, Λουκ. Ὀρχ. 74, κτλ.· ἡ διαγνωστική, ἡ [[τέχνη]] τοῦ διακρίνειν, διαγιγνώσκειν (ἀσθενείας), [[ὄνομα]] διδόμενον ὑπὸ μεταγενεστέρων συγγραφέων εἰς τὸ [[ἔργον]] τοῦ Γαληνοῦ περὶ πεπονθότων τόπων.
|lstext='''διαγνωστικός''': -ή, -όν, ἱκανὸς νὰ διακρίνῃ, Λουκ. Ὀρχ. 74, κτλ.· ἡ διαγνωστική, ἡ [[τέχνη]] τοῦ διακρίνειν, διαγιγνώσκειν (ἀσθενείας), [[ὄνομα]] διδόμενον ὑπὸ μεταγενεστέρων συγγραφέων εἰς τὸ [[ἔργον]] τοῦ Γαληνοῦ περὶ πεπονθότων τόπων.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />capable de discerner, de reconnaître.<br />'''Étymologie:''' [[διαγιγνώσκω]].
}}
}}