3,270,432
edits
(6_19) |
(Bailly1_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οἶνοψ''': -οπος, ὁ, (ὢψ) ὁ ἔχων τὸ [[χρῶμα]] τοῦ οἴνου, Ὅμ. ([[οὐδαμοῦ]] κατ’ ὀνομ.), ἐπίθετον τῆς θαλάσσης, μέλαινα ὡς ὁ [[οἶνος]] (ἴδε [[οἶνος]]), ἐπὶ οἴνοπι πόντῳ Ἰλ. Ψ. 316, Ὀδ. Ε. 132, Β. 421˙ πρβλ. πορφύρεος˙ [[ὡσαύτως]] παρ’ Ὁμ. ἐπὶ βοῶν ἐχόντων τὸ [[χρῶμα]] τοῦ οἴνου, βαθέως ἐρυθροί, βόε οἴνοπε Ἰλ. Ν. 703, Ὀδ. Ν. 32, πρβλ. Wern. εἰς Τρυφιόδ. 521, Gladstone Hom. Stud. 3. 472˙ πρβλ. [[οἰνωπός]]. | |lstext='''οἶνοψ''': -οπος, ὁ, (ὢψ) ὁ ἔχων τὸ [[χρῶμα]] τοῦ οἴνου, Ὅμ. ([[οὐδαμοῦ]] κατ’ ὀνομ.), ἐπίθετον τῆς θαλάσσης, μέλαινα ὡς ὁ [[οἶνος]] (ἴδε [[οἶνος]]), ἐπὶ οἴνοπι πόντῳ Ἰλ. Ψ. 316, Ὀδ. Ε. 132, Β. 421˙ πρβλ. πορφύρεος˙ [[ὡσαύτως]] παρ’ Ὁμ. ἐπὶ βοῶν ἐχόντων τὸ [[χρῶμα]] τοῦ οἴνου, βαθέως ἐρυθροί, βόε οἴνοπε Ἰλ. Ν. 703, Ὀδ. Ν. 32, πρβλ. Wern. εἰς Τρυφιόδ. 521, Gladstone Hom. Stud. 3. 472˙ πρβλ. [[οἰνωπός]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οἴνοπος (ὁ, ἡ)<br />de la couleur du vin, <i>càd</i> d’un rouge foncé.<br />'''Étymologie:''' [[οἶνος]], [[ὤψ]]. | |||
}} | }} |