ἐξοικέω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_14)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξοικέω''': μετοικῶ, [[μεταναστεύω]], εἰς ὑπερορίαν Λυσ. 187. 29· Μεγαράδε Δημ. 845. 19. ΙΙ Παθ., κατοικοῦμαι ἐντελῶς, τὸ Πελεσγικόν... ὑπὸ τῆς [[παραχρῆμα]] ἀνάγκης ἐξῳκήθη Θουκ. 2. 17. ― Πρβλ. Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 511-2.
|lstext='''ἐξοικέω''': μετοικῶ, [[μεταναστεύω]], εἰς ὑπερορίαν Λυσ. 187. 29· Μεγαράδε Δημ. 845. 19. ΙΙ Παθ., κατοικοῦμαι ἐντελῶς, τὸ Πελεσγικόν... ὑπὸ τῆς [[παραχρῆμα]] ἀνάγκης ἐξῳκήθη Θουκ. 2. 17. ― Πρβλ. Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 511-2.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> émigrer;<br /><b>2</b> coloniser complètement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[οἰκέω]].
}}
}}