γοερός: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_4)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γοερός''': -ά, -όν, ([[γόος]]) ἐπὶ πραγμάτων, [[θλιβερός]], [[λυπηρός]], θρῆνοι Ἤριννα 2 Bgk.· [[πάθη]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 1176· δάκρυα, [[γάμος]] Εὐρ. Φοιν. 1567, κτλ.· τὸ γ. καὶ ἡσύχιον [[μέλος]] Ἀριστ. Προβλ. 19. 48. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, θρηνῶν, ὀδυρόμενος, Εὐρ. Ἑκ. 84· ἐπὶ τῆς ἀηδόνος, Καλλ. Λουτρ. Παλλ. 94.― Ἐπίρρ. –ρῶς Εὐστ. 1147. 9.
|lstext='''γοερός''': -ά, -όν, ([[γόος]]) ἐπὶ πραγμάτων, [[θλιβερός]], [[λυπηρός]], θρῆνοι Ἤριννα 2 Bgk.· [[πάθη]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 1176· δάκρυα, [[γάμος]] Εὐρ. Φοιν. 1567, κτλ.· τὸ γ. καὶ ἡσύχιον [[μέλος]] Ἀριστ. Προβλ. 19. 48. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, θρηνῶν, ὀδυρόμενος, Εὐρ. Ἑκ. 84· ἐπὶ τῆς ἀηδόνος, Καλλ. Λουτρ. Παλλ. 94.― Ἐπίρρ. –ρῶς Εὐστ. 1147. 9.
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br /><b>1</b> gémissant (rythme, chant, <i>etc.</i>) ; <i>adv.</i> • γοερὸν φθέγγεσθαι LUC faire entendre des gémissements;<br /><b>2</b> qui provoque les gémissements, lamentable.<br />'''Étymologie:''' [[γόος]].
}}
}}