τρίχαλκον: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_21)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρίχαλκον''': τό, [[νόμισμα]] ἰσοδύναμον πρὸς [[τρεῖς]] [[χαλκοῦς]], τῆς γυναικὸς ἀποβαλούσης [[τρίχαλκον]] Θεοφρ. Χαρ. 10.
|lstext='''τρίχαλκον''': τό, [[νόμισμα]] ἰσοδύναμον πρὸς [[τρεῖς]] [[χαλκοῦς]], τῆς γυναικὸς ἀποβαλούσης [[τρίχαλκον]] Θεοφρ. Χαρ. 10.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />pièce de trois chalques.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[χαλκοῦς]].
}}
}}