ἀνεύρετος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνεύρετος''': -ον, ὃν [[εἶναι]] δύσκολον νὰ εὕρῃ τις, Πλάτ. Νόμ. 874Α, Διόδ. 5. 20, κτλ.
|lstext='''ἀνεύρετος''': -ον, ὃν [[εἶναι]] δύσκολον νὰ εὕρῃ τις, Πλάτ. Νόμ. 874Α, Διόδ. 5. 20, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qu’on ne peut découvrir.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνευρίσκω]].
}}
}}