ληματιάω: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_1)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λημᾰτιάω''': ([[λῆμα]]) ἔχω [[λῆμα]], θάρρος, τόλμην, εἶμαι [[εὔτολμος]], ἀποφασιστικός, μεγαλοφρονῶ, ληματιᾷς Ἀριστοφ. Βάτρ. 494, μὲ διάφ. γραφ. ληματίας, [[ὅπερ]] ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει διὰ τοῦ [[φρονηματίας]], [[μεγαλόφρων]], καὶ ὁ Κύριλλ. δι’ [[αὐτοῦ]] ἑρμηνεύει τὸ κατοιόμενος.
|lstext='''λημᾰτιάω''': ([[λῆμα]]) ἔχω [[λῆμα]], θάρρος, τόλμην, εἶμαι [[εὔτολμος]], ἀποφασιστικός, μεγαλοφρονῶ, ληματιᾷς Ἀριστοφ. Βάτρ. 494, μὲ διάφ. γραφ. ληματίας, [[ὅπερ]] ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει διὰ τοῦ [[φρονηματίας]], [[μεγαλόφρων]], καὶ ὁ Κύριλλ. δι’ [[αὐτοῦ]] ἑρμηνεύει τὸ κατοιόμενος.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />avoir une volonté forte, énergique, résolue.<br />'''Étymologie:''' [[λῆμα]].
}}
}}