3,273,773
edits
(6_10) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀρχικός''': -ή, -όν, (ἀρχὴ) [[ἡγεμονικός]], [[βασιλικός]], οὔτ’ [[ἀρχικός]] σοι πᾶς ὅδ’ αὐανθεὶς πυθμὴν βωμοῖς ἀρήξει Αἰσχύλ. Χο 260· γένος Θουκ. 2. 80. 2) ἐπὶ προσώπων, [[ἐπιτήδειος]], [[κατάλληλος]] εἰς τὸ κυβερνᾶν, [[ἔμπειρος]] εἰς τὸ διοικεῖν, Ξεν. Ἀπομν. 1. 1. 16, Πλάτ. Πρωτ. 352Β, κ. ἀλλ.: ὁ ὑπηρετήσας ὡς ἄρχων, Συλλ. Ἐπιγρ. 2774· [[μετὰ]] γεν., ὁ δυνάμενος νὰ κυβερνήσῃ νεὼς ἀρχικὸς Πλάτ. Πολ. 488D· φύσει ἀρχικὸν πατὴρ υἱῶν, καὶ πρόγονοι ἐκγόνων καὶ βασιλεῖς βασιλευομένων Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 11, 2. 3) ὁ κυριεύων, ὁ πρῶτος, ὁ [[ἀνώτατος]], ἡ ἀρχικωτάτη [[ἐπιστήμη]], ἡ ἀνωτάτη [[ἐπιστήμη]], δηλ. ἡ [[σοφία]], ὁ αὐτ. Μεταφ. 1. 2, 7· τὴν ἀρχ. χώραν ἔχειν ὁ αὐτ. περὶ Ζ. Μορ. 3. 4, 6· ἀρχ. ἀρετή, ἀντίθετον τῷ ὑπηρετική, ὁ αὐτ. Πολιτικ. 1. 13, 9, κ. ἀλλ. ΙΙ. ὁ πρῶτος πάντων, ὁ [[πρώτιστος]], Ρήτορες (Walz) 8. 657: - Ἐπίρρ. ἀρχικῶς Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 46, κτλ. | |lstext='''ἀρχικός''': -ή, -όν, (ἀρχὴ) [[ἡγεμονικός]], [[βασιλικός]], οὔτ’ [[ἀρχικός]] σοι πᾶς ὅδ’ αὐανθεὶς πυθμὴν βωμοῖς ἀρήξει Αἰσχύλ. Χο 260· γένος Θουκ. 2. 80. 2) ἐπὶ προσώπων, [[ἐπιτήδειος]], [[κατάλληλος]] εἰς τὸ κυβερνᾶν, [[ἔμπειρος]] εἰς τὸ διοικεῖν, Ξεν. Ἀπομν. 1. 1. 16, Πλάτ. Πρωτ. 352Β, κ. ἀλλ.: ὁ ὑπηρετήσας ὡς ἄρχων, Συλλ. Ἐπιγρ. 2774· [[μετὰ]] γεν., ὁ δυνάμενος νὰ κυβερνήσῃ νεὼς ἀρχικὸς Πλάτ. Πολ. 488D· φύσει ἀρχικὸν πατὴρ υἱῶν, καὶ πρόγονοι ἐκγόνων καὶ βασιλεῖς βασιλευομένων Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 11, 2. 3) ὁ κυριεύων, ὁ πρῶτος, ὁ [[ἀνώτατος]], ἡ ἀρχικωτάτη [[ἐπιστήμη]], ἡ ἀνωτάτη [[ἐπιστήμη]], δηλ. ἡ [[σοφία]], ὁ αὐτ. Μεταφ. 1. 2, 7· τὴν ἀρχ. χώραν ἔχειν ὁ αὐτ. περὶ Ζ. Μορ. 3. 4, 6· ἀρχ. ἀρετή, ἀντίθετον τῷ ὑπηρετική, ὁ αὐτ. Πολιτικ. 1. 13, 9, κ. ἀλλ. ΙΙ. ὁ πρῶτος πάντων, ὁ [[πρώτιστος]], Ρήτορες (Walz) 8. 657: - Ἐπίρρ. ἀρχικῶς Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 46, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne l’autorité <i>ou</i> le chef : ἀρχικὸς [[πυθμήν]] ESCHL souche royale ; ἀρχικὸν [[γένος]] THC race royale;<br /><b>2</b> propre à commander, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀρχή]]. | |||
}} | }} |