μονοτράπεζος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_17)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μονοτράπεζος''': -ον, ὁ ἐν μιᾷ ἢ ἐν χωριστῇ τραπέζῃ, ξένια Εὐρ. Ι. Τ. 949.
|lstext='''μονοτράπεζος''': -ον, ὁ ἐν μιᾷ ἢ ἐν χωριστῇ τραπέζῃ, ξένια Εὐρ. Ι. Τ. 949.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qu’on laisse seul à table.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[τράπεζα]].
}}
}}