3,273,446
edits
(6_9) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δοκός''': ἡ, ([[δέχομαι]])· -[[κυρίως]] τὸ τὴν στέγην ἀνέχον [[ξύλον]], «δοκάρι», «πατερό», Ὀδ. Χ. 176, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1496· καὴ γενικ., Ἰλ. Ρ. 744, Θουκ. 4. 112· ὁ μοχλὸς πύλης ἢ θύρας, Ἀριστοφ. Σφηξ. 201· -παροιμ., ὁ τὴν δοκὸν φέρων, ἐπὶ ῥήτορος μὴ ἔχοντος [[χάριν]] ἀλλὰ δυσκάμπτου ὄντος, Ἀριστ. Ρητ. 3. 12, 3· ἡ [[σημασία]] τοῦ ἐν δοκοῖσι Ἀρχίλ. 60, [[εἶναι]] [[ἀμφίβολος]]. Ὁ Walck. διώρθ. ἐνδόκοισι ἐκ τοῦ Ἡσυχ. ἔνδοκος· [[ἐνέδρα]]. ΙΙ. [[εἶδος]] μετεώρου, Διογ. Λ. 5. 81, Schäf. Σχολ. εἰς Ἀπολλών. Ρόδ. Β. 1088· οὕτω [[δοκίας]], Θεοδώρητ., [[δοκίτης]] Σουΐδ.· πρβλ. δοκὶς ΙΙ. | |lstext='''δοκός''': ἡ, ([[δέχομαι]])· -[[κυρίως]] τὸ τὴν στέγην ἀνέχον [[ξύλον]], «δοκάρι», «πατερό», Ὀδ. Χ. 176, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1496· καὴ γενικ., Ἰλ. Ρ. 744, Θουκ. 4. 112· ὁ μοχλὸς πύλης ἢ θύρας, Ἀριστοφ. Σφηξ. 201· -παροιμ., ὁ τὴν δοκὸν φέρων, ἐπὶ ῥήτορος μὴ ἔχοντος [[χάριν]] ἀλλὰ δυσκάμπτου ὄντος, Ἀριστ. Ρητ. 3. 12, 3· ἡ [[σημασία]] τοῦ ἐν δοκοῖσι Ἀρχίλ. 60, [[εἶναι]] [[ἀμφίβολος]]. Ὁ Walck. διώρθ. ἐνδόκοισι ἐκ τοῦ Ἡσυχ. ἔνδοκος· [[ἐνέδρα]]. ΙΙ. [[εἶδος]] μετεώρου, Διογ. Λ. 5. 81, Schäf. Σχολ. εἰς Ἀπολλών. Ρόδ. Β. 1088· οὕτω [[δοκίας]], Θεοδώρητ., [[δοκίτης]] Σουΐδ.· πρβλ. δοκὶς ΙΙ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ἡ <i>ou</i> ὁ)<br />poutre, solive.<br />'''Étymologie:''' DELG v. [[δέχομαι]]. | |||
}} | }} |