μετοίχομαι: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_13a)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μετοίχομαι''': μέλλ. -οιχήσομαι· ἀποθ.· - [[ἀπέρχομαι]] πρὸς ἀναζήτησίν τινος, [[ὅπως]] καλέσω ἢ ἀγάγω αὐτόν, τούσδε μετοιχόμενος Ἰλ. Κ. 111· [[κῆρυξ]] δὲ μετῴχετο [[θεῖον]] ἀοιδὸν Ὀδ. Θ. 47· μετ’ αἰτ. πράγμ., ζητῶ τι, Εὐρ. Ι. Τ. 1332. 2) [[μετὰ]] ἐχθρικοῦ σκοποῦ, ὁρμῶ, ἐφορμῶ, ἐπιτίθεμαι, [[καταδιώκω]], ὁ δ’ Ἄβαντα μετῴχετο Ἰλ. Ε. 148. 3) [[διέρχομαι]]…, ἀνὰ ἄστυ Ὀδ. Θ. 7. 4) [[ἀπέρχομαι]] μετά τινος, τίς τοι... μετοιχομένη [[φάος]] οἴσει; Τ. 24.
|lstext='''μετοίχομαι''': μέλλ. -οιχήσομαι· ἀποθ.· - [[ἀπέρχομαι]] πρὸς ἀναζήτησίν τινος, [[ὅπως]] καλέσω ἢ ἀγάγω αὐτόν, τούσδε μετοιχόμενος Ἰλ. Κ. 111· [[κῆρυξ]] δὲ μετῴχετο [[θεῖον]] ἀοιδὸν Ὀδ. Θ. 47· μετ’ αἰτ. πράγμ., ζητῶ τι, Εὐρ. Ι. Τ. 1332. 2) [[μετὰ]] ἐχθρικοῦ σκοποῦ, ὁρμῶ, ἐφορμῶ, ἐπιτίθεμαι, [[καταδιώκω]], ὁ δ’ Ἄβαντα μετῴχετο Ἰλ. Ε. 148. 3) [[διέρχομαι]]…, ἀνὰ ἄστυ Ὀδ. Θ. 7. 4) [[ἀπέρχομαι]] μετά τινος, τίς τοι... μετοιχομένη [[φάος]] οἴσει; Τ. 24.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> μετῳκόμην;<br /><b>1</b> aller au milieu de, à travers;<br /><b>2</b> aller avec, accompagner;<br /><b>3</b> aller vers, aller trouver, aborder ; <i>avec idée d’hostilité</i> poursuivre.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[οἴχομαι]].
}}
}}