3,241,272
edits
(6_13a) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποκωλύω''': μέλλ. -ύσω [ῡ]: ― [[ἐμποδίζω]], ἀπωθῶ, τινά τινος Ξεν. Ἀν. 3. 3, 3· ἀπό τινος Ἑβδ. (Ἐκκλ. β΄, 10)· μετ’ ἀπαρ., [[ἐμποδίζω]] τοῦ νὰ πράξῃ τι, ἀπαγορεύω νὰ πράξῃ τίς τι, Εὐρ. Μήδ. 1411, Πλάτ. Θεαίτ. 150C, κ. ἀλλ.· [[ὡσαύτως]] ἀπ. τοῦ ποιεῖν Ξεν. Ἱέρ. 8. 1· ἀπ. μὴ ποιεῖν ὁ αὐτ. Ἀν. 6. 4, 24. ΙΙ. [[μετὰ]] μόνης αἰτ., παρακωλύω, [[ἐμποδίζω]], δὲν [[ἐπιτρέπω]], πολλοὶ ἐν Ἀρκαδίῃ βαλανηφάγοι ἔνδρες ἔασιν, οἵ σ’ ἀποκωλύσουσιν Χρησμ. παρ’ Ἡρόδ. 1. 66, Θουκ. 3. 28. ΙΙΙ. ἀπολ., εἶμαι ἐμπόδιον, [[ἐμποδίζω]], ἔφασαν βούλεσθαι καὶ αὐτοὶ ἐς τὸ [[πλῆθος]] αὐτῶν εἰπεῖν, εἴ τι μὴ ἀποκωλύει Θουκ. 1. 72: ἀπρόσ., οὐδὲν ἀποκωλύει, οὐδὲν [[κώλυμα]] ὑπάρχει, Πλάτ. Πολ. 372Ε, κ. ἀλλ. | |lstext='''ἀποκωλύω''': μέλλ. -ύσω [ῡ]: ― [[ἐμποδίζω]], ἀπωθῶ, τινά τινος Ξεν. Ἀν. 3. 3, 3· ἀπό τινος Ἑβδ. (Ἐκκλ. β΄, 10)· μετ’ ἀπαρ., [[ἐμποδίζω]] τοῦ νὰ πράξῃ τι, ἀπαγορεύω νὰ πράξῃ τίς τι, Εὐρ. Μήδ. 1411, Πλάτ. Θεαίτ. 150C, κ. ἀλλ.· [[ὡσαύτως]] ἀπ. τοῦ ποιεῖν Ξεν. Ἱέρ. 8. 1· ἀπ. μὴ ποιεῖν ὁ αὐτ. Ἀν. 6. 4, 24. ΙΙ. [[μετὰ]] μόνης αἰτ., παρακωλύω, [[ἐμποδίζω]], δὲν [[ἐπιτρέπω]], πολλοὶ ἐν Ἀρκαδίῃ βαλανηφάγοι ἔνδρες ἔασιν, οἵ σ’ ἀποκωλύσουσιν Χρησμ. παρ’ Ἡρόδ. 1. 66, Θουκ. 3. 28. ΙΙΙ. ἀπολ., εἶμαι ἐμπόδιον, [[ἐμποδίζω]], ἔφασαν βούλεσθαι καὶ αὐτοὶ ἐς τὸ [[πλῆθος]] αὐτῶν εἰπεῖν, εἴ τι μὴ ἀποκωλύει Θουκ. 1. 72: ἀπρόσ., οὐδὲν ἀποκωλύει, οὐδὲν [[κώλυμα]] ὑπάρχει, Πλάτ. Πολ. 372Ε, κ. ἀλλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=empêcher : τινά faire obstacle à qqn ; τινά τινος écarter qqn de qch ; avec l’inf. <i>ou</i> avec [[μή]] et l’inf. empêcher de, <i>etc.</i><br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[κωλύω]]. | |||
}} | }} |