λυκοδίωκτος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_17)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῠκοδίωκτος''': -ον, καταδιωχθεὶς ὑπὸ λύκου, [[δάμαλις]] Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 350 (ἐκ διορθώσεως τοῦ Ἑρμάνν. ἀντὶ [[λευκόδικτος]]).
|lstext='''λῠκοδίωκτος''': -ον, καταδιωχθεὶς ὑπὸ λύκου, [[δάμαλις]] Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 350 (ἐκ διορθώσεως τοῦ Ἑρμάνν. ἀντὶ [[λευκόδικτος]]).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />poursuivi par un loup.<br />'''Étymologie:''' [[λύκος]], [[διώκω]].
}}
}}