ἀήρ: Difference between revisions

262 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_1
(6_4)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀήρ''': ἀέρος, παρ’ Ὁμ. ἀήρ, [[ἠέρος]], ἐνῷ ὁ Ἱππ. (Ἀέρ. 282, 290) ἔχει τὴν ὀνομ. ἠήρ, Αἰολ. [[αὐήρ]], Δωρ. [[ἀβήρ]], (ὅ ἐ. ἀFήρ), Ahrens π. Αἰολ. δ. 39, Δωρ. 491: ― θηλυκὸν παρ’ Ὁμ. κ. Ἡσιόδ. (πλὴν ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 547)· ἀπὸ δὲ Ἡροδ. κ. [[ἐφεξῆς]] ἀρσ., (τὰ ἐν Ἰλ. Ε. 776., Θ. 50, Ὕμν. εἰς Δήμ. 383 δὲν δύνανται νὰ χρησιμεύσωσιν ὡς παραδείγματα χρήσεως τῆς λέξεως κατὰ ἀρσ. γένος, [[ἐπειδὴ]] ἐν τοῖς χωρίοις τούτοις τὸ πουλὺς κ. βαθὺς δὲν [[εἶναι]] ἀναγκαίως ἀρσενικά)· [[οὕτως]] aër ἦτο θηλυκὸν παρ’ Ἐνν. Γελλ. 13. 20. Παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσιόδῳ τὸ κατώτερον [[μέρος]] τοῦ ἀέρος ἢ ἡ ἀτμόσφαιρα, ὁ πυκνὸς ὁμιχλώδης ἀὴρ ὁ περιβάλλων τὴν γῆν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν αἰθέρα, [[ὅστις]] [[εἶναι]] ὁ καθαρὸς [[ἀνώτατος]] ἀήρ· (ἴδε ἰδίως Ἰλ. Ξ. 288, [[ἔνθα]] ὑψηλὴ [[ἐλάτη]] μακροτάτη [[πεφυυῖα]] δι’ [[ἠέρος]] αἰθέρ’ ἵκανεν, καὶ πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 264 κἑξ.). Ἐντεῦθεν, ὁμιχλῶδες [[σκότος]], ὁμίχλη, [[σκοτία]], περὶ δ’ [[ἠέρα]] πουλὺν ἔχευεν, Ἰλ. Ε. 776· πρβλ. Γ. 381., Θ. 50: ― [[ἠέρα]] μὲν σκέδασε καὶ ἀπῶσεν ὀμίχλην, Ρ. 649· τρὶς δ’ [[ἠέρα]] τύψε βαθεῖαν, Υ. 446· [[οὕτως]] [[ἐνίοτε]] παρὰ τοῖς πεζοῖς, Ἱππ. ἔνθ’ ἀνωτ. πρβλ. [[ἠέριος]], [[ἠεροειδής]]: ― ἀλλὰ [[μετέπειτα]], 2) [[καθόλου]], ἀήρ, Σοφ. Ἠλ. 87, Ἀριστοφ. Ὄρ. 693., Εὐρ., Πλάτ., κτλ.· πρὸς τὸν ἀέρα διατρίβειν = εἰς τὸ ὕπαιθρον, Ἀριστοφ. Νεφ. 198· τὸν ἀέρα ἕλκειν καθαρόν, Φιλύλλ. Ἄδηλ. 1· πρβλ. Φιλήμ. Ἄδηλ. 27α. ἔσπασας τὸν ἀ. τὸν κοινόν, Μένανδ. Ἄδηλ. 2. 7: ― ἀέρα δέρειν (πρβλ. Οὐεργίλ. verbarat auras). Ἐπιστ. πρὸς Κορ. Α΄ θ΄, 26: ― κατὰ πληθ. Πλάτ. Φαίδων 98C, D· (περὶ μιασματικῶν ἀναθυμιάσεων Στράβ. 244.) 3) κατὰ προσωποποιΐαν, Ἀήρ, ὃν ἄν τις ὀνομάσειε καὶ Δία, ὡς τὸ Λατ. Jupiter ἀντὶ aër, Φιλήμ. Ἄδηλ. 2. 4· πρβλ. Δίφιλ. Ἄδηλ. 3: ― πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λέξει. ΙΙ. ὁ [[ὕπαιθρος]] [[χῶρος]] ἐν τοῖς λουτροῖς, Γαλην. [ᾱ, πλὴν παρ’ Ἀριστ. Ἐπιγρ. παρ’ Εὐστ. 17. 37, Ψευδο-Φωκυλ. 108: ― Ἐν Σοφ. Ἠλ. 87, ἀντὶ τοῦ ὦ... γῆς [[ἰσόμοιρος]] ἀήρ, ὁ Πόρσων διώρθωσε ἰσόμοιρ’.]
|lstext='''ἀήρ''': ἀέρος, παρ’ Ὁμ. ἀήρ, [[ἠέρος]], ἐνῷ ὁ Ἱππ. (Ἀέρ. 282, 290) ἔχει τὴν ὀνομ. ἠήρ, Αἰολ. [[αὐήρ]], Δωρ. [[ἀβήρ]], (ὅ ἐ. ἀFήρ), Ahrens π. Αἰολ. δ. 39, Δωρ. 491: ― θηλυκὸν παρ’ Ὁμ. κ. Ἡσιόδ. (πλὴν ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 547)· ἀπὸ δὲ Ἡροδ. κ. [[ἐφεξῆς]] ἀρσ., (τὰ ἐν Ἰλ. Ε. 776., Θ. 50, Ὕμν. εἰς Δήμ. 383 δὲν δύνανται νὰ χρησιμεύσωσιν ὡς παραδείγματα χρήσεως τῆς λέξεως κατὰ ἀρσ. γένος, [[ἐπειδὴ]] ἐν τοῖς χωρίοις τούτοις τὸ πουλὺς κ. βαθὺς δὲν [[εἶναι]] ἀναγκαίως ἀρσενικά)· [[οὕτως]] aër ἦτο θηλυκὸν παρ’ Ἐνν. Γελλ. 13. 20. Παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσιόδῳ τὸ κατώτερον [[μέρος]] τοῦ ἀέρος ἢ ἡ ἀτμόσφαιρα, ὁ πυκνὸς ὁμιχλώδης ἀὴρ ὁ περιβάλλων τὴν γῆν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν αἰθέρα, [[ὅστις]] [[εἶναι]] ὁ καθαρὸς [[ἀνώτατος]] ἀήρ· (ἴδε ἰδίως Ἰλ. Ξ. 288, [[ἔνθα]] ὑψηλὴ [[ἐλάτη]] μακροτάτη [[πεφυυῖα]] δι’ [[ἠέρος]] αἰθέρ’ ἵκανεν, καὶ πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 264 κἑξ.). Ἐντεῦθεν, ὁμιχλῶδες [[σκότος]], ὁμίχλη, [[σκοτία]], περὶ δ’ [[ἠέρα]] πουλὺν ἔχευεν, Ἰλ. Ε. 776· πρβλ. Γ. 381., Θ. 50: ― [[ἠέρα]] μὲν σκέδασε καὶ ἀπῶσεν ὀμίχλην, Ρ. 649· τρὶς δ’ [[ἠέρα]] τύψε βαθεῖαν, Υ. 446· [[οὕτως]] [[ἐνίοτε]] παρὰ τοῖς πεζοῖς, Ἱππ. ἔνθ’ ἀνωτ. πρβλ. [[ἠέριος]], [[ἠεροειδής]]: ― ἀλλὰ [[μετέπειτα]], 2) [[καθόλου]], ἀήρ, Σοφ. Ἠλ. 87, Ἀριστοφ. Ὄρ. 693., Εὐρ., Πλάτ., κτλ.· πρὸς τὸν ἀέρα διατρίβειν = εἰς τὸ ὕπαιθρον, Ἀριστοφ. Νεφ. 198· τὸν ἀέρα ἕλκειν καθαρόν, Φιλύλλ. Ἄδηλ. 1· πρβλ. Φιλήμ. Ἄδηλ. 27α. ἔσπασας τὸν ἀ. τὸν κοινόν, Μένανδ. Ἄδηλ. 2. 7: ― ἀέρα δέρειν (πρβλ. Οὐεργίλ. verbarat auras). Ἐπιστ. πρὸς Κορ. Α΄ θ΄, 26: ― κατὰ πληθ. Πλάτ. Φαίδων 98C, D· (περὶ μιασματικῶν ἀναθυμιάσεων Στράβ. 244.) 3) κατὰ προσωποποιΐαν, Ἀήρ, ὃν ἄν τις ὀνομάσειε καὶ Δία, ὡς τὸ Λατ. Jupiter ἀντὶ aër, Φιλήμ. Ἄδηλ. 2. 4· πρβλ. Δίφιλ. Ἄδηλ. 3: ― πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λέξει. ΙΙ. ὁ [[ὕπαιθρος]] [[χῶρος]] ἐν τοῖς λουτροῖς, Γαλην. [ᾱ, πλὴν παρ’ Ἀριστ. Ἐπιγρ. παρ’ Εὐστ. 17. 37, Ψευδο-Φωκυλ. 108: ― Ἐν Σοφ. Ἠλ. 87, ἀντὶ τοῦ ὦ... γῆς [[ἰσόμοιρος]] ἀήρ, ὁ Πόρσων διώρθωσε ἰσόμοιρ’.]
}}
{{bailly
|btext=ἀέρος (ὁ, <i>poét.</i> ἡ)<br /><b>1</b> air, atmosphère autour de la terre;<br /><b>2</b> vapeur, brume, brouillard;<br /><b>3</b> air qu’on respire <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' R. ἈϜ souffler ; cf. [[ἄημι]].
}}
}}