ἀείδω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_23)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀείδω''': Ἰων. καὶ Ποιητ. [[τύπος]], (πρβλ. [[ἀείρω]]), ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρ., Πινδάρ. καὶ [[ἐνίοτε]] παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς (ἔτι καὶ ἐν τριμ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 16, Εὐρ. Ἀποστ. 188, Κρατίν. Ἄδηλ. 142), [[ὡσαύτως]] ἐν Ἰων. πεζογρ., οἱ Ἀττ. συναιροῦσιν ᾄδω (οὕτω καὶ ἐν Ἀνακρ. 45, Θεοκρ.) Τραγ., Πλάτ. κτλ. - παρατ. ἤειδον, Ὀδ., καὶ ἄειδον, Ἰλ., κτλ. Ἀττ. ᾖδον, Εὐρ. Ἄλκ. 761, Θουκ.: - μέλλ. ἀείσομαι, Ὀδ. Χ. 352, Θέογν. ἀλλὰ ᾄσομαι, Ὕμ. Ὁμ. 5. 2., 32.19, καὶ [[πάντοτε]] παρ’ Ἀττ. ([[διότι]] ἐν Ἀριστοφ. Εἰρ. 1297 τὸ ᾄσει ἐγένετο ἤδη ἀποδεκτόν· καὶ ἐν Πλάτ. Νόμ. 666D ὁ Πόρσων διώρθωσε, ποίαν δὲ ἥσουσιν... φωνήν;). - Σπανίως ἐν τῷ ἐνεργ. τύπῳ ἀείσω, Σαπφ. 11, Θέογν. 4., Ἀριστοφ. Λυσ. 1243 (Λακων.), καὶ παρὰ τοῖς μεταγεν. ποιηταῖς (ἐν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 681 διωρθώθη [[ἀείδω]] ὑπὸ τοῦ Elmsley)· καὶ ἔτι σπανιώτερον ᾄσω (ἴδε ἀνωτ.) Βάβρ. 12.13. - Δωρ. ᾀσεῦμαι, Θεοκρ. 3. 38. ᾀσῶ, ὁ αὐτ. 1. 145: - ἀόρ. ἤεισα, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 22. 4 Ὀππ., Ἐπικ. ἄεισα, [ᾰ], Ὀδ. Φ, 411, καὶ μεταγεν. Ἐπ. ἄεισον, Εὐρ. Τρῳ. 513, Ἀριστοφ., ᾖσα, Ἀριστοφ. Νέφ. 1371, Πλάτ. Τίμ. 21Β. -Παθ. ἀείδομαι, Πίνδ., Ἡρόδ.: - ποιητ. παρατ. ἀείδετο, Πίνδ.: - ἀόρ. ᾔσθην, ἴδε κατωτέρ. ΙΙ.1.: - παρακ. ᾖσμαι, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Λάκωσιν», 1. 11. -Προστακτική τις τοῦ μέσου ἀορ. ἀείσεο, ἀπαντᾷ ἐν Ὕμ. Ὁμ. 16.1., ἐκτός ἂν ἀναγνωσθῇ ἀείδεο. - Πρβλ. διαείδω, ἐπ-, προσ-, συνᾴδω (ἐκ √ϜΕΙΔ μετά προθεματικοῦ α, ὡς ἐν τοῖς [[ἀείρω]], [[ἀέξω]], παράγονται τά [[ἀείδω]] (ἀϝείδω), [[ἀοιδός]], [[ἀηδών]], πρβλ. Σανσκρ. vad, vadâmi, (loquor), vâdas (sermo), Λιθουαν. vadinù (vocco)· πρβλ. καὶ τὰς μεταγεν. Ἑλλην. λέξεις ὕδω, [[ὕδης]]). [ᾰ: ἀλλ. ᾱ ἐν ἄρσει. Ὀδ. Ρ. 519, Ὕμ. Ὁμ. 27. 1, Θέογν. 4, Θεοκρ. 7. 41 κτλ.] ᾄδω, [[ψάλλω]], Ἰλ. Α. 604, κτλ. Ἐντεῦθεν: πᾶς [[ἦχος]] φωνῆς (ὁπωσοῦν [[εὔηχος]])· [[οὕτως]] ἐπὶ ἀλέκτορος, χελιδόνος, [[γλαυκός]], βατράχου κτλ. Ἀριστ. Θαυμ. 70, Θεόφρ. περὶ Σημ. 3. 5. κτλ. οὕτω καὶ ἐπὶ ἄλλων ἤχων, [[οἷον]] τῆς νευρᾶς τοῦ τόξου, Ὀδ. Φ.411 - τοῦ συριγμοῦ, ὃν παράγει ὁ πνέων κατὰ τῶν δένδρων, Μόσχ. 5. 8: - τοῦ πατάγου, ὃν παράγει [[λίθος]] πληττόμενος, Θεόκρ. 7. 26: - πρὶν νενικηκέναι ᾄδειν, [[κρώζω]] (ἐπὶ ἀλέκτορος) πρὸ τῆς νίκης, Πλάτ. Θεαίτ. 146Α. - Σύνταξις: - ἀείδ. τινί, ᾄδω [[πρός]] τινα, Ὀδ. Χ. 346, ἀλλὰ καὶ [[ἀγωνίζομαι]] [[πρός]] τινα εἰς ᾠδήν, Θεοκρ. 8. 6· ᾄδ. πρὸς αὐλὸν ἢ λύραν, [[ψάλλω]] ἐν συμφωνίᾳ [[πρός]] ..., Ἀριστ. Πρβλ. 19. 9· ὑπ’ αὐλόν, Πλούτ. 2. 41C· ἀείσας ... χαίρειν Δημοκλέα, ποιητικ. ἀντὶ εἶπες, Συλλ. Ἐπιγρ. 3256, 7. ΙΙ. μεταβ. 1) μ. αἰτ. πράγμ. = [[ψάλλω]], διηγοῦμαι ψάλλων, μῆνιν ἄειδε θεά, Ἰλ. Α.1· παιήονα, Α. 473· κλέα ἀνδρῶν, νόστον, κτλ. Ι. 189., Ὀδ. Α. 326· τὸν Βοιώτιον νόμον, Σοφ. Ἀποσπ. 858· καὶ ἀπολ. ἀ [[ἀμφί]] τινος, [[ψάλλω]] εἰς ἔπαινόν τινος, Ὀδ. Θ. 267· εἴς τινα, Ἀριστοφ. Λυσ. 1243: - μεταγεν. [[ἁπλῶς]], καλεῖν, Αἰλ. περὶ Ζ. Ἰδ. 2. 28: -Παθ. ἐπὶ ᾀσμάτων = ᾄδομαι, ψάλλομαι, Ἡρόδ. 4. 35· τὰ λεχθέντα καὶ ᾀσθέντα, Πλάτ. Λυσ. 205Ε· ᾆσμα [[καλῶς]] ᾀσθέν, ἀντιθέτως τῷ [[λόγος]] [[καλῶς]] ῥηθείς, Ξεν. Κυρ. 3. 3, 55. 2) μ. αἰτιατ. προσ. = [[ψάλλω]], ἐπαινῶ. ὡς τὸ Λατ. Canere, Πινδ. Π. 5. 32. καὶ Ἀττ. Ἐντεῦθεν κατὰ παθ. ἀείδεται θρέψασ’ ἥρωας, δοξάζεται, φημίζεται ὡς ἡ τροφὸς ἡρώων, Πίνδ. Π. 8, 35. 3) παθητ. [[ὡσαύτως]], ἀντηχῶ ἐκ τῶν ᾀσμάτων, ἀείδετο πᾶν [[τέμενος]]... θαλίαις, Πινδ. Ο. 10 (11), 92.
|lstext='''ἀείδω''': Ἰων. καὶ Ποιητ. [[τύπος]], (πρβλ. [[ἀείρω]]), ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρ., Πινδάρ. καὶ [[ἐνίοτε]] παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς (ἔτι καὶ ἐν τριμ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 16, Εὐρ. Ἀποστ. 188, Κρατίν. Ἄδηλ. 142), [[ὡσαύτως]] ἐν Ἰων. πεζογρ., οἱ Ἀττ. συναιροῦσιν ᾄδω (οὕτω καὶ ἐν Ἀνακρ. 45, Θεοκρ.) Τραγ., Πλάτ. κτλ. - παρατ. ἤειδον, Ὀδ., καὶ ἄειδον, Ἰλ., κτλ. Ἀττ. ᾖδον, Εὐρ. Ἄλκ. 761, Θουκ.: - μέλλ. ἀείσομαι, Ὀδ. Χ. 352, Θέογν. ἀλλὰ ᾄσομαι, Ὕμ. Ὁμ. 5. 2., 32.19, καὶ [[πάντοτε]] παρ’ Ἀττ. ([[διότι]] ἐν Ἀριστοφ. Εἰρ. 1297 τὸ ᾄσει ἐγένετο ἤδη ἀποδεκτόν· καὶ ἐν Πλάτ. Νόμ. 666D ὁ Πόρσων διώρθωσε, ποίαν δὲ ἥσουσιν... φωνήν;). - Σπανίως ἐν τῷ ἐνεργ. τύπῳ ἀείσω, Σαπφ. 11, Θέογν. 4., Ἀριστοφ. Λυσ. 1243 (Λακων.), καὶ παρὰ τοῖς μεταγεν. ποιηταῖς (ἐν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 681 διωρθώθη [[ἀείδω]] ὑπὸ τοῦ Elmsley)· καὶ ἔτι σπανιώτερον ᾄσω (ἴδε ἀνωτ.) Βάβρ. 12.13. - Δωρ. ᾀσεῦμαι, Θεοκρ. 3. 38. ᾀσῶ, ὁ αὐτ. 1. 145: - ἀόρ. ἤεισα, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 22. 4 Ὀππ., Ἐπικ. ἄεισα, [ᾰ], Ὀδ. Φ, 411, καὶ μεταγεν. Ἐπ. ἄεισον, Εὐρ. Τρῳ. 513, Ἀριστοφ., ᾖσα, Ἀριστοφ. Νέφ. 1371, Πλάτ. Τίμ. 21Β. -Παθ. ἀείδομαι, Πίνδ., Ἡρόδ.: - ποιητ. παρατ. ἀείδετο, Πίνδ.: - ἀόρ. ᾔσθην, ἴδε κατωτέρ. ΙΙ.1.: - παρακ. ᾖσμαι, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Λάκωσιν», 1. 11. -Προστακτική τις τοῦ μέσου ἀορ. ἀείσεο, ἀπαντᾷ ἐν Ὕμ. Ὁμ. 16.1., ἐκτός ἂν ἀναγνωσθῇ ἀείδεο. - Πρβλ. διαείδω, ἐπ-, προσ-, συνᾴδω (ἐκ √ϜΕΙΔ μετά προθεματικοῦ α, ὡς ἐν τοῖς [[ἀείρω]], [[ἀέξω]], παράγονται τά [[ἀείδω]] (ἀϝείδω), [[ἀοιδός]], [[ἀηδών]], πρβλ. Σανσκρ. vad, vadâmi, (loquor), vâdas (sermo), Λιθουαν. vadinù (vocco)· πρβλ. καὶ τὰς μεταγεν. Ἑλλην. λέξεις ὕδω, [[ὕδης]]). [ᾰ: ἀλλ. ᾱ ἐν ἄρσει. Ὀδ. Ρ. 519, Ὕμ. Ὁμ. 27. 1, Θέογν. 4, Θεοκρ. 7. 41 κτλ.] ᾄδω, [[ψάλλω]], Ἰλ. Α. 604, κτλ. Ἐντεῦθεν: πᾶς [[ἦχος]] φωνῆς (ὁπωσοῦν [[εὔηχος]])· [[οὕτως]] ἐπὶ ἀλέκτορος, χελιδόνος, [[γλαυκός]], βατράχου κτλ. Ἀριστ. Θαυμ. 70, Θεόφρ. περὶ Σημ. 3. 5. κτλ. οὕτω καὶ ἐπὶ ἄλλων ἤχων, [[οἷον]] τῆς νευρᾶς τοῦ τόξου, Ὀδ. Φ.411 - τοῦ συριγμοῦ, ὃν παράγει ὁ πνέων κατὰ τῶν δένδρων, Μόσχ. 5. 8: - τοῦ πατάγου, ὃν παράγει [[λίθος]] πληττόμενος, Θεόκρ. 7. 26: - πρὶν νενικηκέναι ᾄδειν, [[κρώζω]] (ἐπὶ ἀλέκτορος) πρὸ τῆς νίκης, Πλάτ. Θεαίτ. 146Α. - Σύνταξις: - ἀείδ. τινί, ᾄδω [[πρός]] τινα, Ὀδ. Χ. 346, ἀλλὰ καὶ [[ἀγωνίζομαι]] [[πρός]] τινα εἰς ᾠδήν, Θεοκρ. 8. 6· ᾄδ. πρὸς αὐλὸν ἢ λύραν, [[ψάλλω]] ἐν συμφωνίᾳ [[πρός]] ..., Ἀριστ. Πρβλ. 19. 9· ὑπ’ αὐλόν, Πλούτ. 2. 41C· ἀείσας ... χαίρειν Δημοκλέα, ποιητικ. ἀντὶ εἶπες, Συλλ. Ἐπιγρ. 3256, 7. ΙΙ. μεταβ. 1) μ. αἰτ. πράγμ. = [[ψάλλω]], διηγοῦμαι ψάλλων, μῆνιν ἄειδε θεά, Ἰλ. Α.1· παιήονα, Α. 473· κλέα ἀνδρῶν, νόστον, κτλ. Ι. 189., Ὀδ. Α. 326· τὸν Βοιώτιον νόμον, Σοφ. Ἀποσπ. 858· καὶ ἀπολ. ἀ [[ἀμφί]] τινος, [[ψάλλω]] εἰς ἔπαινόν τινος, Ὀδ. Θ. 267· εἴς τινα, Ἀριστοφ. Λυσ. 1243: - μεταγεν. [[ἁπλῶς]], καλεῖν, Αἰλ. περὶ Ζ. Ἰδ. 2. 28: -Παθ. ἐπὶ ᾀσμάτων = ᾄδομαι, ψάλλομαι, Ἡρόδ. 4. 35· τὰ λεχθέντα καὶ ᾀσθέντα, Πλάτ. Λυσ. 205Ε· ᾆσμα [[καλῶς]] ᾀσθέν, ἀντιθέτως τῷ [[λόγος]] [[καλῶς]] ῥηθείς, Ξεν. Κυρ. 3. 3, 55. 2) μ. αἰτιατ. προσ. = [[ψάλλω]], ἐπαινῶ. ὡς τὸ Λατ. Canere, Πινδ. Π. 5. 32. καὶ Ἀττ. Ἐντεῦθεν κατὰ παθ. ἀείδεται θρέψασ’ ἥρωας, δοξάζεται, φημίζεται ὡς ἡ τροφὸς ἡρώων, Πίνδ. Π. 8, 35. 3) παθητ. [[ὡσαύτως]], ἀντηχῶ ἐκ τῶν ᾀσμάτων, ἀείδετο πᾶν [[τέμενος]]... θαλίαις, Πινδ. Ο. 10 (11), 92.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ἤειδον, <i>f.</i> ἀείσω <i>ou</i> ἀείσομαι, <i>ao.</i> ἤεισα, <i>pf. inus;<br />poét. c.</i> [[ᾄδω]].
}}
}}