αἱματόω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_14)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αἱμᾰτόω''': μέλλ. -ώσω, [[καθαιμάσσω]], αἱματώνω, βρέχω δι’ αἵματος, αἱμάτου θεᾶς βωμόν, Εὐρ. Ἀνδρ. 260· διὰ παρῇδος ὄνυχα ... αἱματοῦτε, ὁ αὐτ. Ἱκ. 77. ― Παθ. μηδὲν αἱματώμεθα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1656· κρᾶτας αἱματούμενοι, Εὐρ. Φοίν. 1149· ᾑματωμένη χεῖρας, ὁ αὐτ. Βάκχ. 1135· πρβλ. Ἀριστ. Βατρ. 476. Θουκ. 7. 84. Ξεν. Κύρ. 1. 4, 10. 2) [[σφάζω]], [[φονεύω]], ἀόρ. αἱματῶσαι, Σοφ. Ἀποσπ. 814. ΙΙ. [[μεταβάλλω]] τι εἰς [[αἷμα]], Ἰατρ.
|lstext='''αἱμᾰτόω''': μέλλ. -ώσω, [[καθαιμάσσω]], αἱματώνω, βρέχω δι’ αἵματος, αἱμάτου θεᾶς βωμόν, Εὐρ. Ἀνδρ. 260· διὰ παρῇδος ὄνυχα ... αἱματοῦτε, ὁ αὐτ. Ἱκ. 77. ― Παθ. μηδὲν αἱματώμεθα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1656· κρᾶτας αἱματούμενοι, Εὐρ. Φοίν. 1149· ᾑματωμένη χεῖρας, ὁ αὐτ. Βάκχ. 1135· πρβλ. Ἀριστ. Βατρ. 476. Θουκ. 7. 84. Ξεν. Κύρ. 1. 4, 10. 2) [[σφάζω]], [[φονεύω]], ἀόρ. αἱματῶσαι, Σοφ. Ἀποσπ. 814. ΙΙ. [[μεταβάλλω]] τι εἰς [[αἷμα]], Ἰατρ.
}}
{{bailly
|btext=ensanglanter, souiller de sang.<br />'''Étymologie:''' [[αἷμα]].
}}
}}