3,274,159
edits
(6_5) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αἴκισμα''': -ατος, τό, [[κάκωσις]], [[βάσανος]], Αἰσχύλ. Πρ. 989. Λυσ. 105, 29: - κατὰ πληθ., αἰκίσματα = πτώματα ἠκρωτηριασμένα, Εὐρ. Φοίν. 1529. | |lstext='''αἴκισμα''': -ατος, τό, [[κάκωσις]], [[βάσανος]], Αἰσχύλ. Πρ. 989. Λυσ. 105, 29: - κατὰ πληθ., αἰκίσματα = πτώματα ἠκρωτηριασμένα, Εὐρ. Φοίν. 1529. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />mauvais traitement, torture.<br />'''Étymologie:''' [[αἰκίζω]]. | |||
}} | }} |