ἀεκαζόμενος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_11)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀεκαζόμενος''': -η, -ον, μετοχ. [[τύπος]] = [[ἀέκων]], Ὀδ. Σ. 135, πόλλ’ ἀεκαζομένους (τὸ τοῦ Οὐεργιλίου multa reluctans) Ν. 277·
|lstext='''ἀεκαζόμενος''': -η, -ον, μετοχ. [[τύπος]] = [[ἀέκων]], Ὀδ. Σ. 135, πόλλ’ ἀεκαζομένους (τὸ τοῦ Οὐεργιλίου multa reluctans) Ν. 277·
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br />qui agit malgré soi.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἑκών]].
}}
}}