αἴνυμαι: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_20)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αἴνυμαι''': ποιητ. ἀποθ. ἐν χρήσει μόνον κατ᾿ ἐνεστ. καὶ παρατατ. [[ἄνευ]] αὐξήσεως· πρβλ. [[ἀπαίνυμαι]]. Λαμβάνω, αἴνυτο τεύχε᾿ ἀπ᾿ ὤμων, Ἰλ. Λ. 580, Ν. 550· ἀπὸ πασσάλου αἴνυτο [[τόξον]], Ὀδ. Φ. 53· χεῖρας αἰνύμενοι = λαμβάνοντες τὰς χεῖρας, Χ. 500· μ. γεν. μεριστ., τυρῶν αἰνυμένους = λαμβάνοντας ἐκ τῶν τυρῶν, Ι. 225: ‒ μεταφ., ἀλλὰ μ᾿ Ὀδυσῆος [[πόθος]] μ᾿ αἴνυται = μὲ καταλαμβάνει [[πόθος]] δι᾿ αὐτόν, Ξ. 144. Ἡσ. Ἀσπ. 41· [[ὡσαύτως]], [[ἀπολαύω]], τρέφομαι ἐκ... καρπόν, Σιμων. 5. 17.
|lstext='''αἴνυμαι''': ποιητ. ἀποθ. ἐν χρήσει μόνον κατ᾿ ἐνεστ. καὶ παρατατ. [[ἄνευ]] αὐξήσεως· πρβλ. [[ἀπαίνυμαι]]. Λαμβάνω, αἴνυτο τεύχε᾿ ἀπ᾿ ὤμων, Ἰλ. Λ. 580, Ν. 550· ἀπὸ πασσάλου αἴνυτο [[τόξον]], Ὀδ. Φ. 53· χεῖρας αἰνύμενοι = λαμβάνοντες τὰς χεῖρας, Χ. 500· μ. γεν. μεριστ., τυρῶν αἰνυμένους = λαμβάνοντας ἐκ τῶν τυρῶν, Ι. 225: ‒ μεταφ., ἀλλὰ μ᾿ Ὀδυσῆος [[πόθος]] μ᾿ αἴνυται = μὲ καταλαμβάνει [[πόθος]] δι᾿ αὐτόν, Ξ. 144. Ἡσ. Ἀσπ. 41· [[ὡσαύτως]], [[ἀπολαύω]], τρέφομαι ἐκ... καρπόν, Σιμων. 5. 17.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br />prendre, s’emparer de, acc. ; avec un gén. part. prendre possession.<br />'''Étymologie:''' DELG tokh-B ai-, donner.
}}
}}