αἱματοσταγής: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_7)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αἱματοσταγής''': -ές, ([[στάζω]]) = ὁ στάζων [[αἷμα]], ἀνχίζων [[αἷμα]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 816. Θ. 836. Εὐρ. Ἱκ. 812. Ἀριστοφ. Βάτρ. 471: ― Ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 365 ἡ [[λέξις]] εἶνε παρὰ τὸ [[μέτρον]]: περὶ δὲ τοῦ ἐν Χο. 842, πρβλ. [[δειματοσταγής]].
|lstext='''αἱματοσταγής''': -ές, ([[στάζω]]) = ὁ στάζων [[αἷμα]], ἀνχίζων [[αἷμα]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 816. Θ. 836. Εὐρ. Ἱκ. 812. Ἀριστοφ. Βάτρ. 471: ― Ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 365 ἡ [[λέξις]] εἶνε παρὰ τὸ [[μέτρον]]: περὶ δὲ τοῦ ἐν Χο. 842, πρβλ. [[δειματοσταγής]].
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />dégouttant de sang.<br />'''Étymologie:''' [[αἷμα]], [[στάζω]].
}}
}}