ἀκατάσχετος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκατάσχετος''': -ον, ([[κατέχω]]) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀναχαιτίσῃ, Ψευδο-Φωκυλ. 90, Διόδ. 17. 38, κτλ. - Ἐπίρρ. -τως, Πλουτ. Κάμ. 37.
|lstext='''ἀκατάσχετος''': -ον, ([[κατέχω]]) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀναχαιτίσῃ, Ψευδο-Φωκυλ. 90, Διόδ. 17. 38, κτλ. - Ἐπίρρ. -τως, Πλουτ. Κάμ. 37.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qu’on ne peut contenir.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[κατέχω]].
}}
}}