ἀκοντιστήρ: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_12)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκοντιστήρ''': ῆρος, ὁ, = [[ἀκοντιστής]], Εὐρ. Φοίν. 142. ΙΙ. ὡς ἐπίθετον, ὁ μεθ’ ὁρμῆς ἀκοντιζόμενος, [[τρίαινα]], Ὀππ. Ἁλ. 5. 535: - μεταφ., [[ἴαμβος]], Χριστοδώρου Ἔκφρ. 359.
|lstext='''ἀκοντιστήρ''': ῆρος, ὁ, = [[ἀκοντιστής]], Εὐρ. Φοίν. 142. ΙΙ. ὡς ἐπίθετον, ὁ μεθ’ ὁρμῆς ἀκοντιζόμενος, [[τρίαινα]], Ὀππ. Ἁλ. 5. 535: - μεταφ., [[ἴαμβος]], Χριστοδώρου Ἔκφρ. 359.
}}
{{bailly
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />qui lance un trait, soldat armé d’un javelot.<br />'''Étymologie:''' [[ἀκοντίζω]].
}}
}}