ἄκομψος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄκομψος''': -ον, [[ἀκαλλώπιστος]], [[ἄγροικος]], Ἀρχίλ. 158· ἐγὼ δ’ [[ἄκομψος]], εἶμαι [[ἄγροικος]], [[ἀκαλλώπιστος]] τὴν γλῶσσαν, Εὐρ. Ἱππ. 986· ἄκ. καὶ [[φαῦλος]], Α.Β. 369· πρβλ. Διογ. Λ. 3. 63. - Ἐπίρρ. -ψως, Πλούτ. 2. 4F.
|lstext='''ἄκομψος''': -ον, [[ἀκαλλώπιστος]], [[ἄγροικος]], Ἀρχίλ. 158· ἐγὼ δ’ [[ἄκομψος]], εἶμαι [[ἄγροικος]], [[ἀκαλλώπιστος]] τὴν γλῶσσαν, Εὐρ. Ἱππ. 986· ἄκ. καὶ [[φαῦλος]], Α.Β. 369· πρβλ. Διογ. Λ. 3. 63. - Ἐπίρρ. -ψως, Πλούτ. 2. 4F.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans parure, rude ; inhabile.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[κομψός]].
}}
}}