ἀκόλυμβος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκόλυμβος''': -ον, ὁ μὴ δυνάμενος νὰ κολυμβᾷ, Βατραχομ. 157, Στράβ., Πλούτ.
|lstext='''ἀκόλυμβος''': -ον, ὁ μὴ δυνάμενος νὰ κολυμβᾷ, Βατραχομ. 157, Στράβ., Πλούτ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui ne sait pas plonger.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[κόλυμβος]].
}}
}}