ἀκρισία: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_9)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκρῐσία''': ἡ, ([[ἄκριτος]]) [[ἔλλειψις]] σαφηνείας καὶ τάξεως, [[σύγχυσις]], Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 27. ΙΙ. [[ἔλλειψις]] κρίσεως, κακή, ἐσφαλμένη [[κρίσις]] ἢ [[ἐκλογή]], [[διαστροφή]], Πολύβ. 2. 35, 3. ΙΙΙ. ὁ ἀναποφάσιστος χαρακτὴρ νόσου τινός, μὴ ἱκνουμένης εἰς κρίσιμον [[σημεῖον]], Ἱππ. Ἐπιδ. 1. 945.
|lstext='''ἀκρῐσία''': ἡ, ([[ἄκριτος]]) [[ἔλλειψις]] σαφηνείας καὶ τάξεως, [[σύγχυσις]], Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 27. ΙΙ. [[ἔλλειψις]] κρίσεως, κακή, ἐσφαλμένη [[κρίσις]] ἢ [[ἐκλογή]], [[διαστροφή]], Πολύβ. 2. 35, 3. ΙΙΙ. ὁ ἀναποφάσιστος χαρακτὴρ νόσου τινός, μὴ ἱκνουμένης εἰς κρίσιμον [[σημεῖον]], Ἱππ. Ἐπιδ. 1. 945.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> manque d’ordre, confusion;<br /><b>2</b> manque de discernement.<br />'''Étymologie:''' [[ἄκριτος]].
}}
}}