ἀκαλός: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_11)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκαλός''': -ή, -όν, ὅμοιον τῷ ἤκαλος, [[εἰρηνικός]], [[ἄψοφος]], [[ἤρεμος]], [[ἥσυχος]], Ἡσύχ., Εὐστ. 1009. 30, Ἐτυμ. Μ. 44, 29. - Ἐπίρρ. -λῶς, Εὐστ., Ἐτυμ. Μ.
|lstext='''ἀκαλός''': -ή, -όν, ὅμοιον τῷ ἤκαλος, [[εἰρηνικός]], [[ἄψοφος]], [[ἤρεμος]], [[ἥσυχος]], Ἡσύχ., Εὐστ. 1009. 30, Ἐτυμ. Μ. 44, 29. - Ἐπίρρ. -λῶς, Εὐστ., Ἐτυμ. Μ.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />silencieux, tranquille, pacifique.<br />'''Étymologie:''' [[ἀκήν]].
}}
}}