ἀκρόπολις: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_20)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκρόπολις''': ποιητ. [[ἀκρόπτολις]], εως, ἡ, ἡ ἄνω ἢ ἡ ὑψηλοτέρα [[πόλις]], [[ἐντεῦθεν]], τὸ [[φρούριον]], Λατ. arx, ἐς ἀκρόπολιν, Ὀδ. 8. 494. (Ἐν Ἰλ. μόνον [[διῃρημένως]]: ἄκρη [[πόλις]], ἴδε [[ἄκρος]] Ι.). Πινδ. Ο. 7. 89, Ἡρόδ. 1. 84, κτλ., τάνδ’ ἐς ἀκρόπτολιν, Αἰσχύλ. Θήβ. 240, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 1094˙ ὡς [[ἕδρα]] τυραννίδος (in arce tyrannus, Ἰουβενάλ.), Φίλ. 1. 401, 467. 2) παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς συγγρ. ἡ [[ἀκρόπολις]] τῶν Ἀθηνῶν, Ἀνδοκ. 10. 31 (πρβλ. Ἡρόδ. 1. 60, 8. 51), ἥτις ἐχρησίμευεν ὡς [[θησαυροφυλάκιον]] ἢ [[ταμεῖον]], Θουκ. 2. 13, ὡς ἀρχειοφυλακεῖον, Συλλ. Ἐπιγρ. 84. 85. 87, καὶ ἀλλ.: ― γεγράφθαι ἐν τῇ ἀκροπόλει, ἀνενεχθῆναι εἰς ἀκρόπολιν, τὸ νὰ ἐγγραφῇ τις ὡς [[ὀφειλέτης]] τοῦ δημοσίου, Δημ. 1337. 24., 1327. 25, (ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας τὸ ἄρθρον [[συχνάκις]] παραλείπεται). ΙΙ. μεταφ. ἐπὶ ἀνδρῶν, [[ἀκρόπολις]] καὶ [[πύργος]] ἐὼν δήμῳ, Θέογν. 233˙ ἀκρ. Ἑλλάνων, περὶ Κορίνθου, Σιμων. 137: ― [[ὡσαύτως]], τὸ σπουδαιότατον [[μέρος]], τὸ ἐρυμνότατον [[ὀχύρωμα]], τῆς ψυχῆς, τοῦ σώματος, Πλατ. Πολ. 560Β, Ἀριστ. περὶ Μορ. Ζ. 3. 7, 11, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 70Α.
|lstext='''ἀκρόπολις''': ποιητ. [[ἀκρόπτολις]], εως, ἡ, ἡ ἄνω ἢ ἡ ὑψηλοτέρα [[πόλις]], [[ἐντεῦθεν]], τὸ [[φρούριον]], Λατ. arx, ἐς ἀκρόπολιν, Ὀδ. 8. 494. (Ἐν Ἰλ. μόνον [[διῃρημένως]]: ἄκρη [[πόλις]], ἴδε [[ἄκρος]] Ι.). Πινδ. Ο. 7. 89, Ἡρόδ. 1. 84, κτλ., τάνδ’ ἐς ἀκρόπτολιν, Αἰσχύλ. Θήβ. 240, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 1094˙ ὡς [[ἕδρα]] τυραννίδος (in arce tyrannus, Ἰουβενάλ.), Φίλ. 1. 401, 467. 2) παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς συγγρ. ἡ [[ἀκρόπολις]] τῶν Ἀθηνῶν, Ἀνδοκ. 10. 31 (πρβλ. Ἡρόδ. 1. 60, 8. 51), ἥτις ἐχρησίμευεν ὡς [[θησαυροφυλάκιον]] ἢ [[ταμεῖον]], Θουκ. 2. 13, ὡς ἀρχειοφυλακεῖον, Συλλ. Ἐπιγρ. 84. 85. 87, καὶ ἀλλ.: ― γεγράφθαι ἐν τῇ ἀκροπόλει, ἀνενεχθῆναι εἰς ἀκρόπολιν, τὸ νὰ ἐγγραφῇ τις ὡς [[ὀφειλέτης]] τοῦ δημοσίου, Δημ. 1337. 24., 1327. 25, (ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας τὸ ἄρθρον [[συχνάκις]] παραλείπεται). ΙΙ. μεταφ. ἐπὶ ἀνδρῶν, [[ἀκρόπολις]] καὶ [[πύργος]] ἐὼν δήμῳ, Θέογν. 233˙ ἀκρ. Ἑλλάνων, περὶ Κορίνθου, Σιμων. 137: ― [[ὡσαύτως]], τὸ σπουδαιότατον [[μέρος]], τὸ ἐρυμνότατον [[ὀχύρωμα]], τῆς ψυχῆς, τοῦ σώματος, Πλατ. Πολ. 560Β, Ἀριστ. περὶ Μορ. Ζ. 3. 7, 11, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 70Α.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />la ville haute ; citadelle ; <i>à Athènes</i> l’Acropole ; <i>p. anal.</i> ville-acropole <i>en parl. de Delphes, placée dans la montagne et centre de la Phocide, et qui était en qqe sorte l’acropole de ce pays</i>).<br />'''Étymologie:''' [[ἄκρος]], [[πόλις]].
}}
}}