αἰψηρός: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_4)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αἰψηρός''': -ά, -όν, ([[αἶψα]]) = [[ταχύς]], [[ὁρμητικός]], κατεσπευσμένος, [[αἰφνίδιος]], αἰψηρὸς δὲ [[κόρος]] κρυεροῖο γόοιο, ὁ [[κόρος]] ἐν τῇ θλίψει ἔρχεται [[ταχέως]], Ὀδ. Δ. 103· λῦσεν δ’ ἀγορὴν αἰψηρήν, ἀπέλυσε τὴν συνέλευσιν τὴν [[ταχέως]] διαλυομένην· ὁ Ἀρίσταρχ. [[ὅμως]] ἑρμηνεύει αἰψηρῶς = ἐν σπουδῇ, Ἰλ. Τ. 276, Ὀδ. Β. 257.· ὡς τὸ θοὴν ἀλεγύνετε δαῖτα = θοῶς, Ὀδ. Θ. 38· ἄχρηστον παρ’ Ἀττ., πρβλ. [[λαιψηρός]].
|lstext='''αἰψηρός''': -ά, -όν, ([[αἶψα]]) = [[ταχύς]], [[ὁρμητικός]], κατεσπευσμένος, [[αἰφνίδιος]], αἰψηρὸς δὲ [[κόρος]] κρυεροῖο γόοιο, ὁ [[κόρος]] ἐν τῇ θλίψει ἔρχεται [[ταχέως]], Ὀδ. Δ. 103· λῦσεν δ’ ἀγορὴν αἰψηρήν, ἀπέλυσε τὴν συνέλευσιν τὴν [[ταχέως]] διαλυομένην· ὁ Ἀρίσταρχ. [[ὅμως]] ἑρμηνεύει αἰψηρῶς = ἐν σπουδῇ, Ἰλ. Τ. 276, Ὀδ. Β. 257.· ὡς τὸ θοὴν ἀλεγύνετε δαῖτα = θοῶς, Ὀδ. Θ. 38· ἄχρηστον παρ’ Ἀττ., πρβλ. [[λαιψηρός]].
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />prompt, rapide ; λύσεν δ’ ἀγορὴν αἰψηρήν IL il congédia l’assemblée qui se dispersa aussitôt.<br />'''Étymologie:''' [[αἶψα]].
}}
}}