3,277,002
edits
(6_12) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀλθαίνω''': θεραπέυω, Λυκόφρ. 582· μέλλ. ἀλθήσω, Νικ. Θ. 587· ἀόρ. ἤλθησα, [[αὐτόθι]] 496, Ἀλεξιφ. 112: - Παθ., θεραπεύομαι, καθίσταμαι ὑγιής, ἐνεστ., ἐπὴν τὸ [[ἕλκος]] ἀλθαίνηται, Ἱππ. 472. 4. Ἐπ. παρατ. καὶ ἀορ. ἄλθετο [[χείρ]], Ἰλ. Ε. 417· ἀλθομένη, Κόϊντ. Σμ. 9. 475, [[ἔνθα]] [[ἴσως]] [[κάλλιον]] ἀλδομένη, ἴδε Spitzn.): μέλλ. ἀλθήσομαι, (ἀπ-), Ἰλ. Θ. 405: [[μέσος]] δέ τις μέλλ. ἀλθέξομαι (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. *ἀλθέσσω) = ἀλθήσομαι, ἀπαντᾷ παρ᾿ Ἀρεταίῳ ἐν τῷ περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 9: ἀόρ. ἀλθεσθῆναι, (συν-), Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 792D· (πρβλ. ἀχθεσθῆναι ἐκ τοῦ [[ἄχθομαι]]): - μεταγεν. ἀόρ. μέσ. ἠλθησάμην, Βοταν. Ποιητ. 44· πρβλ. [[ἄλθεξις]]. (Πρὸς τὴν √ ΑΛΘ πρβλ. Σανσκρ. ardh ([[θάλλω]], ἀκμάζων), ardhukas (ἀκμάζων), Ζενδ. ared (αὐξάνομαι)). | |lstext='''ἀλθαίνω''': θεραπέυω, Λυκόφρ. 582· μέλλ. ἀλθήσω, Νικ. Θ. 587· ἀόρ. ἤλθησα, [[αὐτόθι]] 496, Ἀλεξιφ. 112: - Παθ., θεραπεύομαι, καθίσταμαι ὑγιής, ἐνεστ., ἐπὴν τὸ [[ἕλκος]] ἀλθαίνηται, Ἱππ. 472. 4. Ἐπ. παρατ. καὶ ἀορ. ἄλθετο [[χείρ]], Ἰλ. Ε. 417· ἀλθομένη, Κόϊντ. Σμ. 9. 475, [[ἔνθα]] [[ἴσως]] [[κάλλιον]] ἀλδομένη, ἴδε Spitzn.): μέλλ. ἀλθήσομαι, (ἀπ-), Ἰλ. Θ. 405: [[μέσος]] δέ τις μέλλ. ἀλθέξομαι (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. *ἀλθέσσω) = ἀλθήσομαι, ἀπαντᾷ παρ᾿ Ἀρεταίῳ ἐν τῷ περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 9: ἀόρ. ἀλθεσθῆναι, (συν-), Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 792D· (πρβλ. ἀχθεσθῆναι ἐκ τοῦ [[ἄχθομαι]]): - μεταγεν. ἀόρ. μέσ. ἠλθησάμην, Βοταν. Ποιητ. 44· πρβλ. [[ἄλθεξις]]. (Πρὸς τὴν √ ΑΛΘ πρβλ. Σανσκρ. ardh ([[θάλλω]], ἀκμάζων), ardhukas (ἀκμάζων), Ζενδ. ared (αὐξάνομαι)). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ἀλθανῶ <i>ou</i> ἀλθήσω, <i>ao.</i> ἤλθησα;<br />guérir, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀλθαίνομαι guérir <i>intr.</i><br />'''Étymologie:''' R. Ἀλθ, faire croître, cf. [[ἀλδήσκω]]. | |||
}} | }} |