ἄλογος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄλογος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] λόγου καὶ [[ἑπομένως]], Ι. ὁ μὴ ὁμιλῶν, ὁ μή ἐκπέμπων φωνὴν ἔναρθρον, [[ἄφωνος]], Πλάτ. Νόμ. 696Ε· οὕτω Σοφ. Ο. Κ. 131, ὡς ἐπίρρ. ἀλόγως: - ἄλ. ἡμέραι, Λατ. dies nefastus, = [[ἡμέρα]] [[ἀργίας]] καθ’ ἥν οὐδεμία [[ἐργασία]] γίνεται, Λουκ. Λεξιφάν. 9. 2) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ παραστήσῃ διὰ λόγου, [[ἀνεκφώνητος]], περὶ τοῦ στοιχείου ὡς ὄντος ἀφώνου καὶ ἀποτελοῦντος ψόφον τινὰ μόνον, Πλάτ. Θεαίτ. 203Α· πρβλ. 205C: [[ἀνέκφραστος]], ἄρρητος, Λατ. infandus, Σοφ. Ἀποσπ. 241. ΙΙ. [[ἄνευ]] λόγου, [[ἄλογος]], [[παράλογος]], [[ἡδονή]], [[ὄχλος]], κτλ., Πλάτ. Πολ. 591C, Τίμ. 42D, κτλ.: τὰ ἄλογα = τὰ ἄλογα ζῷα, ὁ αὐτ. Πρωτ. 321Β, Ξεν. Ἱέρ. 7. 3, (πρβλ. τῆς καθωμιλημένης τὸ ἄλογον = [[ἵππος]]· πρβλ. καὶ [[ἀλογοτροφεῖον]]). 2) οὐχὶ [[σύμφωνος]] πρὸς τὸν ὀρθὸν λόγον, μὴ ὁδηγούμενος ὑπ’ [[αὐτοῦ]], μὴ πηγάζων ἐξ [[αὐτοῦ]]· ἄλ. [[δόξα]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν φράσιν: ἡ [[μετὰ]] λόγου [[δόξα]], Πλάτ. Θεαίτ. 201C· ἄλ. τριβὴ καὶ [[ἐμπειρία]] = ἁπλῆ, μηχανικὴ τριβὴ καὶ [[ἐμπειρία]], ὁ αὐτ. Γοργ. 501Α· ἀλόγῳ πάθει τήν ἄλογον συνασκεῖν αἴσθησιν, ἐν τῇ ἐκτιμήσει ἔργου καλλιτεχνικοῦ, Διον. Ἁλ. [[περί]] Λυσ. 11. 3) ὁ [[ἐναντίος]] τοῦ λογικοῦ, [[ἀνόητος]], [[παράλογος]], Θουκ. 6. 85, Πλάτ. Θεαίτ. 203D: [[ἀκατανόητος]], [[ἀνεξήγητος]], Λυσ. 177. 9: [[ἀκατάλληλος]], [[ἀνάρμοστος]] πρὸς τὸν σκοπόν του, Θουκ. 1. 32· ἀβάσιμος, Πολύβ. 3. 15, 9: - τὸ ἐπίρρ. [[εἶναι]] κοινότατον ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας, Πλάτ. Πολ. 439D, Ἰσοκρ. 28Β, κτλ.: οὐκ ἀλόγως, οὐδ’ ἀκαίρως, ὁ αὐτ. 312Β. ΙΙΙ. [[ἄνευ]] λογισμοῦ, λογαριασμοῦ: 1) ὃν δὲν ἐλογάριαζέ τις, δὲν εἶχεν εἰς τὸν νοῦν του, [[ἀπροσδόκητος]], Θουκ. 6. 46 (ἐν συνθ.). 2) ὁ μὴ ἀποτίσας τὸ ἀνῆκον εἰς αὐτὸν [[μέρος]] τοῦ λογαριασμοῦ· ἐπὶ ἐρανιστού, Γραμμ. IV. ἐπὶ μεγεθῶν δυσαναλόγων, παραπλησίως τῷ [[ἀσύμμετρος]], Ἀριστ. Ἀν. Ὕστ. 1. 10, 3, περὶ ἀτόμων γραμμῶν = 9, ἴδε Schäf. Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. σελ. 130: παρὰ μαθηματ., [[ἄλογος]], ἄρρητος, Εὐκλ. 10, ὁρισμ. 10.
|lstext='''ἄλογος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] λόγου καὶ [[ἑπομένως]], Ι. ὁ μὴ ὁμιλῶν, ὁ μή ἐκπέμπων φωνὴν ἔναρθρον, [[ἄφωνος]], Πλάτ. Νόμ. 696Ε· οὕτω Σοφ. Ο. Κ. 131, ὡς ἐπίρρ. ἀλόγως: - ἄλ. ἡμέραι, Λατ. dies nefastus, = [[ἡμέρα]] [[ἀργίας]] καθ’ ἥν οὐδεμία [[ἐργασία]] γίνεται, Λουκ. Λεξιφάν. 9. 2) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ παραστήσῃ διὰ λόγου, [[ἀνεκφώνητος]], περὶ τοῦ στοιχείου ὡς ὄντος ἀφώνου καὶ ἀποτελοῦντος ψόφον τινὰ μόνον, Πλάτ. Θεαίτ. 203Α· πρβλ. 205C: [[ἀνέκφραστος]], ἄρρητος, Λατ. infandus, Σοφ. Ἀποσπ. 241. ΙΙ. [[ἄνευ]] λόγου, [[ἄλογος]], [[παράλογος]], [[ἡδονή]], [[ὄχλος]], κτλ., Πλάτ. Πολ. 591C, Τίμ. 42D, κτλ.: τὰ ἄλογα = τὰ ἄλογα ζῷα, ὁ αὐτ. Πρωτ. 321Β, Ξεν. Ἱέρ. 7. 3, (πρβλ. τῆς καθωμιλημένης τὸ ἄλογον = [[ἵππος]]· πρβλ. καὶ [[ἀλογοτροφεῖον]]). 2) οὐχὶ [[σύμφωνος]] πρὸς τὸν ὀρθὸν λόγον, μὴ ὁδηγούμενος ὑπ’ [[αὐτοῦ]], μὴ πηγάζων ἐξ [[αὐτοῦ]]· ἄλ. [[δόξα]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν φράσιν: ἡ [[μετὰ]] λόγου [[δόξα]], Πλάτ. Θεαίτ. 201C· ἄλ. τριβὴ καὶ [[ἐμπειρία]] = ἁπλῆ, μηχανικὴ τριβὴ καὶ [[ἐμπειρία]], ὁ αὐτ. Γοργ. 501Α· ἀλόγῳ πάθει τήν ἄλογον συνασκεῖν αἴσθησιν, ἐν τῇ ἐκτιμήσει ἔργου καλλιτεχνικοῦ, Διον. Ἁλ. [[περί]] Λυσ. 11. 3) ὁ [[ἐναντίος]] τοῦ λογικοῦ, [[ἀνόητος]], [[παράλογος]], Θουκ. 6. 85, Πλάτ. Θεαίτ. 203D: [[ἀκατανόητος]], [[ἀνεξήγητος]], Λυσ. 177. 9: [[ἀκατάλληλος]], [[ἀνάρμοστος]] πρὸς τὸν σκοπόν του, Θουκ. 1. 32· ἀβάσιμος, Πολύβ. 3. 15, 9: - τὸ ἐπίρρ. [[εἶναι]] κοινότατον ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας, Πλάτ. Πολ. 439D, Ἰσοκρ. 28Β, κτλ.: οὐκ ἀλόγως, οὐδ’ ἀκαίρως, ὁ αὐτ. 312Β. ΙΙΙ. [[ἄνευ]] λογισμοῦ, λογαριασμοῦ: 1) ὃν δὲν ἐλογάριαζέ τις, δὲν εἶχεν εἰς τὸν νοῦν του, [[ἀπροσδόκητος]], Θουκ. 6. 46 (ἐν συνθ.). 2) ὁ μὴ ἀποτίσας τὸ ἀνῆκον εἰς αὐτὸν [[μέρος]] τοῦ λογαριασμοῦ· ἐπὶ ἐρανιστού, Γραμμ. IV. ἐπὶ μεγεθῶν δυσαναλόγων, παραπλησίως τῷ [[ἀσύμμετρος]], Ἀριστ. Ἀν. Ὕστ. 1. 10, 3, περὶ ἀτόμων γραμμῶν = 9, ἴδε Schäf. Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. σελ. 130: παρὰ μαθηματ., [[ἄλογος]], ἄρρητος, Εὐκλ. 10, ὁρισμ. 10.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> sans raison, privé de raison;<br /><b>2</b> contraire à la raison, absurde;<br /><b>3</b> qu’on ne peut se représenter par la raison, inintelligible;<br /><b>4</b> que l’on ne peut pas calculer, à quoi l’on ne peut s’attendre, improbable ; qui arrive contre toute attente.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[λόγος]].
}}
}}