ἀλετός: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀλετός''': ὁ, τὸ ἀλέθειν, ἡ [[πρᾶξις]] τοῦ ἀλέθειν, Πλουτ. Ἀντων. 45˙ πρβλ. [[ἀλητός]]. ΙΙ. τὸ ἀλεσθὲν [[πρᾶγμα]], [[ἄλευρον]], Εὐστ. Πονημ. 260. 35, κτλ.
|lstext='''ἀλετός''': ὁ, τὸ ἀλέθειν, ἡ [[πρᾶξις]] τοῦ ἀλέθειν, Πλουτ. Ἀντων. 45˙ πρβλ. [[ἀλητός]]. ΙΙ. τὸ ἀλεσθὲν [[πρᾶγμα]], [[ἄλευρον]], Εὐστ. Πονημ. 260. 35, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />action de moudre.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλέω]].
}}
}}