ἄλυπος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄλῡπος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] πόνου ἢ βλάβης, ὁ μὴ ἐνοχληθείς, ὁ ἀπηλλαγμένος λύπης, [[ἀμέριμνος]], συχνὰ παρ’ Ἀττ. ἀπὸ τοῦ Σοφοκλ. καὶ ἐφεξ. μ. γεν., [[γήρως]] ἄλυπα, μὴ βλαπτόμενα ὑπὸ τοῦ γήρατος, Σοφ. Ο. Κ. 1519· [[οὕτως]], ἄλ. ἄτης, Ἠλ. 1002· ἀπόλ., ὁ αὐτ. Ο. Τ. 593: τὸ ἄλυπον = ἡ [[ἀλυπία]], Πλάτ. Πολ. 585Α: - Συγκρ. -ότερος, Πλάτ. Πολ. 581Ε: Ὑπερθ. -ότατος, Νόμ. 848Ε. - Ἐπίρρ. ἀλύπως ζῆν, διατελεῖν, τὸ νὰ ζῇ τις [[ἄνευ]] λύπης καὶ πόνου, Πλάτ. Πρωτ. 358Β, Φίλ. 43D: ἀποθανεῖν, Μένανδ. ἐν «Ἁλιεῖ» 5. Ὑπερθ. ἀλυπότατα, Λυσ. 169. 9. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ μὴ προξενῶν ἐνόχλησιν ἢ λύπην, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 804, Πλάτ., κτλ.· ἄλ. [[οἶνος]], [[ἀβλαβής]], Ἕρμιππ. ἐν «Φορμοφόροις» 2. 5, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 423· [[οὕτως]] ὁ [[οἶνος]] καλεῖται ἄλυπον [[ἄνθος]] ἀνίας, δηλ. παυσίλυπον ποτόν, Σοφ. Ἀποσπ. 182· ἀλυπότατος [[κλιντήρ]], ἐπὶ ξενίας, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 450. - Ἐπίρρ., ἀλύπως τοῖς ἄλλοις ζῆν, [[ἄνευ]] ἐνοχλήσεως εἰς τοὺς ἄλλους, Ἰσοκρ. 233D. ΙΙΙ. ἄλυπον, τό, [[εἶδος]] φυτοῦ globularia alypum, οὕτω κληθὲν ἐκ τῆς ἰδιότητος ἣν ἔχει νὰ καταπαύῃ πόνους, Διοσκ. 4. 180· παρὰ μεταγ. δὲ ἰατρ. καὶ [[ἀλυπιάς]], άδος, ἡ. [[Κατὰ]] τὸν Sibthorp κοινῶς ὀνομάζεται στουρέκι, ἐν Ζακύνθῳ δὲ σέννα, Flor. Gr. τόμ. Α, σ. 78.
|lstext='''ἄλῡπος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] πόνου ἢ βλάβης, ὁ μὴ ἐνοχληθείς, ὁ ἀπηλλαγμένος λύπης, [[ἀμέριμνος]], συχνὰ παρ’ Ἀττ. ἀπὸ τοῦ Σοφοκλ. καὶ ἐφεξ. μ. γεν., [[γήρως]] ἄλυπα, μὴ βλαπτόμενα ὑπὸ τοῦ γήρατος, Σοφ. Ο. Κ. 1519· [[οὕτως]], ἄλ. ἄτης, Ἠλ. 1002· ἀπόλ., ὁ αὐτ. Ο. Τ. 593: τὸ ἄλυπον = ἡ [[ἀλυπία]], Πλάτ. Πολ. 585Α: - Συγκρ. -ότερος, Πλάτ. Πολ. 581Ε: Ὑπερθ. -ότατος, Νόμ. 848Ε. - Ἐπίρρ. ἀλύπως ζῆν, διατελεῖν, τὸ νὰ ζῇ τις [[ἄνευ]] λύπης καὶ πόνου, Πλάτ. Πρωτ. 358Β, Φίλ. 43D: ἀποθανεῖν, Μένανδ. ἐν «Ἁλιεῖ» 5. Ὑπερθ. ἀλυπότατα, Λυσ. 169. 9. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ μὴ προξενῶν ἐνόχλησιν ἢ λύπην, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 804, Πλάτ., κτλ.· ἄλ. [[οἶνος]], [[ἀβλαβής]], Ἕρμιππ. ἐν «Φορμοφόροις» 2. 5, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 423· [[οὕτως]] ὁ [[οἶνος]] καλεῖται ἄλυπον [[ἄνθος]] ἀνίας, δηλ. παυσίλυπον ποτόν, Σοφ. Ἀποσπ. 182· ἀλυπότατος [[κλιντήρ]], ἐπὶ ξενίας, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 450. - Ἐπίρρ., ἀλύπως τοῖς ἄλλοις ζῆν, [[ἄνευ]] ἐνοχλήσεως εἰς τοὺς ἄλλους, Ἰσοκρ. 233D. ΙΙΙ. ἄλυπον, τό, [[εἶδος]] φυτοῦ globularia alypum, οὕτω κληθὲν ἐκ τῆς ἰδιότητος ἣν ἔχει νὰ καταπαύῃ πόνους, Διοσκ. 4. 180· παρὰ μεταγ. δὲ ἰατρ. καὶ [[ἀλυπιάς]], άδος, ἡ. [[Κατὰ]] τὸν Sibthorp κοινῶς ὀνομάζεται στουρέκι, ἐν Ζακύνθῳ δὲ σέννα, Flor. Gr. τόμ. Α, σ. 78.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> exempt de chagrin ; [[γήρως]] ἄλυπα SOPH (un trésor) à l’abri des injures du temps;<br /><b>2</b> qui ne cause pas de chagrin.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[λύπη]].
}}
}}