ἄλπνιστος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_11)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄλπνιστος''': -η, -ον, ὑπερθ. τοῦ ἄλπνος, (ἀπαντῶν μόνον ἐν τῷ συνθέτῳ [[ἔπαλπνος]], ὃ ἴδε) = [[ἥδιστος]], γλυκύτατος, [[φίλτατος]], Πινδ. Ι. 5. 14: Ὁ Ἡσύχ. ἀναφέρει ἀλπαλέον, (χειρόγρ. -αῖον), ἀγαπητόν· ἐκ τοῦ [[ἔλπω]] (Fέλπω) Λατ. volup.
|lstext='''ἄλπνιστος''': -η, -ον, ὑπερθ. τοῦ ἄλπνος, (ἀπαντῶν μόνον ἐν τῷ συνθέτῳ [[ἔπαλπνος]], ὃ ἴδε) = [[ἥδιστος]], γλυκύτατος, [[φίλτατος]], Πινδ. Ι. 5. 14: Ὁ Ἡσύχ. ἀναφέρει ἀλπαλέον, (χειρόγρ. -αῖον), ἀγαπητόν· ἐκ τοῦ [[ἔλπω]] (Fέλπω) Λατ. volup.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br />très doux.<br />'''Étymologie:''' Sp. d’un adj. inusité ; cf. [[ἔπαλπνος]], [[ἔλπω]].
}}
}}