3,251,694
edits
(6_3) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμᾰρυγή''': [Ἀττ. ῠ, Ἐπ. ῡ], ἡ, = [[μαρμαρυγή]], ἀκτινοβόλησις, σπινθηροβόλησις, [[ἀντανάκλασις]] πραγμάτων ἐν κινήσει ὡς ἐπὶ τοῦ ὀφθαλμοῦ, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 45: ἐπὶ ἀστέρων, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 42· ἐπὶ πάσης ταχείας κινήσεως· ἵππων ἀμ., Ἀριστοφ. Ὄρν. 925. ― Ὡσαύτως ἀμάρυγξ, υγγος, ἡ, παρὰ Χοιροβ. 1. 82: ― ἀμάρυξις, εως, ἡ, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1018. ― Ἀμαρυγκεύς, ὡς κύρ. [[ὄνομα]] εὕρηται ἐν Ἰλ. Ψ. 630 καὶ ἀλλ.: πρβλ. [[ἀμαρύσσω]] ἐν τέλ. | |lstext='''ἀμᾰρυγή''': [Ἀττ. ῠ, Ἐπ. ῡ], ἡ, = [[μαρμαρυγή]], ἀκτινοβόλησις, σπινθηροβόλησις, [[ἀντανάκλασις]] πραγμάτων ἐν κινήσει ὡς ἐπὶ τοῦ ὀφθαλμοῦ, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 45: ἐπὶ ἀστέρων, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 42· ἐπὶ πάσης ταχείας κινήσεως· ἵππων ἀμ., Ἀριστοφ. Ὄρν. 925. ― Ὡσαύτως ἀμάρυγξ, υγγος, ἡ, παρὰ Χοιροβ. 1. 82: ― ἀμάρυξις, εως, ἡ, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1018. ― Ἀμαρυγκεύς, ὡς κύρ. [[ὄνομα]] εὕρηται ἐν Ἰλ. Ψ. 630 καὶ ἀλλ.: πρβλ. [[ἀμαρύσσω]] ἐν τέλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> éclair, rayon lumineux;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> course rapide comme un éclair.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμαρύσσω]]. | |||
}} | }} |