Ἄμμων: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_22)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''Ἄμμων''': -ωνος, ὁ, ὁ Λιβυκὸς [[Ζεὺς]] [[Ἄμμων]]: λέγεται δὲ ὅτι [[εἶναι]] Αἰγυπτιακὴ ἡ [[λέξις]], Ἡρόδ. 2. 42 ([[ἔνθα]] ἴδε τὸν Bähr), Πινδ. Π. 4. 28, κτλ.: - θηλ. ἐπίθ. Ἀμμωνίς, ίδος, = Λιβυκή, Ἀ. [[ἕδρα]], ἡ [[ἕδρα]] τοῦ Ἄμμωνος, ὅ ἐ. ἡ [[Λιβύη]], Εὐρ. Ἄλκ. 114, Ἠλ. 734: - Ὁ Φώτ. ἔχει Ἀμμωνιάς, άδος.
|lstext='''Ἄμμων''': -ωνος, ὁ, ὁ Λιβυκὸς [[Ζεὺς]] [[Ἄμμων]]: λέγεται δὲ ὅτι [[εἶναι]] Αἰγυπτιακὴ ἡ [[λέξις]], Ἡρόδ. 2. 42 ([[ἔνθα]] ἴδε τὸν Bähr), Πινδ. Π. 4. 28, κτλ.: - θηλ. ἐπίθ. Ἀμμωνίς, ίδος, = Λιβυκή, Ἀ. [[ἕδρα]], ἡ [[ἕδρα]] τοῦ Ἄμμωνος, ὅ ἐ. ἡ [[Λιβύη]], Εὐρ. Ἄλκ. 114, Ἠλ. 734: - Ὁ Φώτ. ἔχει Ἀμμωνιάς, άδος.
}}
{{bailly
|btext=ωνος (ὁ) :<br />Ammon, <i>n. égyptien de Zeus</i>.
}}
}}