ἀμετροεπής: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_7)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμετροεπής''': -ές, [[ἄμετρος]] ἐν τῷ λέγειν, [[ἀχαλίνωτος]] τὴν γλῶσσαν, [[φλύαρος]], Ἰλ. Β. 212.
|lstext='''ἀμετροεπής''': -ές, [[ἄμετρος]] ἐν τῷ λέγειν, [[ἀχαλίνωτος]] τὴν γλῶσσαν, [[φλύαρος]], Ἰλ. Β. 212.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui bavarde sans mesure.<br />'''Étymologie:''' [[ἄμετρος]], [[ἔπος]].
}}
}}