ἀμοιρέω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμοιρέω''': δὲν ἔχω κλῆρον ἢ [[μερίδιον]] ἔν τινι πράγματι, [[Θαλῆς]] παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 1. 292· μ. γεν., Πλουτ. Ἀλέξ. 23, κτλ. Ἐντεῦθεν ἀμοίρημα, τό, [[ἀτύχημα]], [[ἀκλήρημα]], ἴδε ΘΣ., πρβλ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξει ἀμύρημα.
|lstext='''ἀμοιρέω''': δὲν ἔχω κλῆρον ἢ [[μερίδιον]] ἔν τινι πράγματι, [[Θαλῆς]] παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 1. 292· μ. γεν., Πλουτ. Ἀλέξ. 23, κτλ. Ἐντεῦθεν ἀμοίρημα, τό, [[ἀτύχημα]], [[ἀκλήρημα]], ἴδε ΘΣ., πρβλ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξει ἀμύρημα.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>ao.</i> ἠμοίρησα;<br />n’avoir point part à, être dépourvu de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἄμοιρος]].
}}
}}