ἀμφίστημι: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_2)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμφίστημι''': [[περιίστημι]]: πιθανῶς ἐν χρήσει παρὰ ποιηταῖς μόνον καὶ ἐν τῷ παθ. τύπῳ ἀμφίσταμαι [[μετὰ]] τοῦ ἀμεταβ. ἀορ. ἀμφέστην, Ἐπ. γ΄ πληθ. ἀμφέσταν, συγκεκομμ. γ΄ πληθ. προσ. τοῦ πρκμ. ἀμφεστᾶσι: - ἵσταμαι [[πέριξ]], ἀπολ. φίλοι δ’ ἀμφέσταν ἑταῖροι Ἰλ. Σ. 233· κλαίων δ’ ἀμφίσταθ’ [[ὅμιλος]] Ω. 712· μ. αἰτ., ἀμφὶ δέ σ’ ἔστησαν (ἐν τμήσει) Ὀδ. Ω. 58· [[πεδίον]] ἀμφεστᾶσι πᾶν Σοφ. Ο. Κ. 1312, πρβλ. Αἴ. 724: μ. δοτ., ἀμφίσταμαι τραπέζαις ὁ αὐτ. Ἠλ. 192. ΙΙ. μέσ., [[ἀνιχνεύω]], ἀνερευνῶ, [[Ἡρακλ]]. Πίν. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 125· ὁ Ἡσύχ. ἔχει ἀμπιστατὴρ ([[οὕτως]] [[ἀναγνωστέον]])· [[ἐξεταστής]].
|lstext='''ἀμφίστημι''': [[περιίστημι]]: πιθανῶς ἐν χρήσει παρὰ ποιηταῖς μόνον καὶ ἐν τῷ παθ. τύπῳ ἀμφίσταμαι [[μετὰ]] τοῦ ἀμεταβ. ἀορ. ἀμφέστην, Ἐπ. γ΄ πληθ. ἀμφέσταν, συγκεκομμ. γ΄ πληθ. προσ. τοῦ πρκμ. ἀμφεστᾶσι: - ἵσταμαι [[πέριξ]], ἀπολ. φίλοι δ’ ἀμφέσταν ἑταῖροι Ἰλ. Σ. 233· κλαίων δ’ ἀμφίσταθ’ [[ὅμιλος]] Ω. 712· μ. αἰτ., ἀμφὶ δέ σ’ ἔστησαν (ἐν τμήσει) Ὀδ. Ω. 58· [[πεδίον]] ἀμφεστᾶσι πᾶν Σοφ. Ο. Κ. 1312, πρβλ. Αἴ. 724: μ. δοτ., ἀμφίσταμαι τραπέζαις ὁ αὐτ. Ἠλ. 192. ΙΙ. μέσ., [[ἀνιχνεύω]], ἀνερευνῶ, [[Ἡρακλ]]. Πίν. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 125· ὁ Ἡσύχ. ἔχει ἀμπιστατὴρ ([[οὕτως]] [[ἀναγνωστέον]])· [[ἐξεταστής]].
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. ao.2 et pf.</i><br />placer debout autour ; <i>intr.</i> se placer <i>ou</i> se tenir debout autour;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀμφίσταμαι se tenir debout devant.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[ἵστημι]].
}}
}}