ἀμφιφορεύς: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμφιφορεύς''': γεν. έως, Ἐπ. ῆος, ὁ: ([[φέρω]], [[φορέω]]). Μεγάλη [[ὑδρία]] ἔχουσα δύο λαβάς, - ἐκ χρυσοῦ Ἰλ. Ψ. 92, Ὀδ. Ω.74, - ἐκ λίθου Ν.105· πρὸς διατήρησιν οἴνου, Β. 290, κτλ.: Οὕτω Σιμων. 213: ἐν χρήσει καὶ πρὸς τήρησιν τῆς τέφρας τοῦ θανόντος, Ἰλ. Ψ.92.<br /> ΙΙ. = μετρητὴς Θεόπομπ. παρὰ Σχολ. Ἀπολλ. Ροδ. Δ. 1178. (Ὁ νεότερος [[τύπος]] ἦτο [[ἀμφορεύς]], ἴδε τὴν λέξιν).
|lstext='''ἀμφιφορεύς''': γεν. έως, Ἐπ. ῆος, ὁ: ([[φέρω]], [[φορέω]]). Μεγάλη [[ὑδρία]] ἔχουσα δύο λαβάς, - ἐκ χρυσοῦ Ἰλ. Ψ. 92, Ὀδ. Ω.74, - ἐκ λίθου Ν.105· πρὸς διατήρησιν οἴνου, Β. 290, κτλ.: Οὕτω Σιμων. 213: ἐν χρήσει καὶ πρὸς τήρησιν τῆς τέφρας τοῦ θανόντος, Ἰλ. Ψ.92.<br /> ΙΙ. = μετρητὴς Θεόπομπ. παρὰ Σχολ. Ἀπολλ. Ροδ. Δ. 1178. (Ὁ νεότερος [[τύπος]] ἦτο [[ἀμφορεύς]], ἴδε τὴν λέξιν).
}}
{{bailly
|btext=έως (ὁ) :<br />grand vase à deux anses, amphore ; urne funéraire.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[φέρω]].
}}
}}