ἀνάεδνος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_9)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνάεδνος''': ἡ, [[ἄνευ]] δώρων παρὰ τοῦ γαμβροῦ, [[ἄνευ]] νυμφικῶν δώρων, Ἰλ. Ι. 146 ([[ἔνθα]] ἴδε Spitzn.), Ν. 366. (ἡ ἀνὰ μένει [[ἀνέκθλιπτος]] πρὸ τοῦ ε [[ἕνεκα]] τοῦ ὑπάρχοντος Ϝ, ἀνάϝεδνος, πρβλ. [[ἀνάελπτος]]: ἀλλὰ πιθανῶς ὁ Bekk ὀρθῶς ποιεῖ διορθῶν ἀνέεδνος, ὃ ἐ. ἀνέϝεδνος, [[ἐπειδὴ]] [[ἔεδνα]] [[εἶναι]] ὁ κοινότερος [[τύπος]] παρ’ Ὁμ.).
|lstext='''ἀνάεδνος''': ἡ, [[ἄνευ]] δώρων παρὰ τοῦ γαμβροῦ, [[ἄνευ]] νυμφικῶν δώρων, Ἰλ. Ι. 146 ([[ἔνθα]] ἴδε Spitzn.), Ν. 366. (ἡ ἀνὰ μένει [[ἀνέκθλιπτος]] πρὸ τοῦ ε [[ἕνεκα]] τοῦ ὑπάρχοντος Ϝ, ἀνάϝεδνος, πρβλ. [[ἀνάελπτος]]: ἀλλὰ πιθανῶς ὁ Bekk ὀρθῶς ποιεῖ διορθῶν ἀνέεδνος, ὃ ἐ. ἀνέϝεδνος, [[ἐπειδὴ]] [[ἔεδνα]] [[εἶναι]] ὁ κοινότερος [[τύπος]] παρ’ Ὁμ.).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans présent de noce (du fiancé).<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ἕδνον]].
}}
}}