3,277,121
edits
(6_4) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἁμαξιαῖος''': -α, -ον, [[ἀρκούντως]] [[μέγας]] [[ὥστε]] νὰ πληρώσῃ ὁλόκληρον ἅμαξαν, [[λίθος]] Ξεν. Ἑλλ. 2. 4. 27, Ἀριστ. περὶ Θαυμ. Ἀκουσμ. 98, Δημ. 1277. 12, Δίφιλ. ἐν «Ἐναγίσμασιν» 1. 6: ― μεταφ. ἁμαξ. (ῥήματα) «μεγάλα κομπάσματα», ἐπὶ πομπωδῶν λέξεων, Παροιμ. Διογενιαν. ΙΙΙ. 41: ἁμαξ. χρήματα, «μεγάλα, ἃ φέροι ἂν [[ἅμαξα]], οὐκ [[ἄνθρωπος]] ἢ [[ὑποζύγιον]], Κωμ. Ἀνών. 256 (Α. Β. 24. 32). | |lstext='''ἁμαξιαῖος''': -α, -ον, [[ἀρκούντως]] [[μέγας]] [[ὥστε]] νὰ πληρώσῃ ὁλόκληρον ἅμαξαν, [[λίθος]] Ξεν. Ἑλλ. 2. 4. 27, Ἀριστ. περὶ Θαυμ. Ἀκουσμ. 98, Δημ. 1277. 12, Δίφιλ. ἐν «Ἐναγίσμασιν» 1. 6: ― μεταφ. ἁμαξ. (ῥήματα) «μεγάλα κομπάσματα», ἐπὶ πομπωδῶν λέξεων, Παροιμ. Διογενιαν. ΙΙΙ. 41: ἁμαξ. χρήματα, «μεγάλα, ἃ φέροι ἂν [[ἅμαξα]], οὐκ [[ἄνθρωπος]] ἢ [[ὑποζύγιον]], Κωμ. Ἀνών. 256 (Α. Β. 24. 32). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br />énorme, <i>litt.</i> qui ferait la charge d’un chariot.<br />'''Étymologie:''' [[ἅμαξα]]. | |||
}} | }} |